Τα βράδια, την ώρα που ξυπνάνε τα παράθυρα
και βγαίνουν στις κορφές των σπιτιών
τα φώτα της προσμονής,
σε συνοικίες λαϊκές,
του κουρασμένου πατέρα που πλένει απ' τα χέρια του
τον κάματο και την πονηριά της μέρας,
και μπαίνει στο δωμάτιο με τα κοιμισμένα παιδιά
και το τρεμάμενο χαμόγελο της μάνας τους,
κείνη την ώρα, γλιστρώντας από τις χρυσωμένες τους εκκλησίες
που τον βαστούσαν φυλακισμένο,
κατεβαίνει ο Χριστός
με ένα τσιγάρο στο αφτί,
με τραγιάσκα ψαρά,
και νύχια γεμάτα λάδι της μηχανής,
και κοιτάει τα σπίτια τούτων εδώ των φτωχών
χαμογελώντας.
II
Οι συνοικίες συχνά επαναστατούνε.
Θυμωμένες μανάδες χτυπάνε τα στεγνά στήθια τους
και τα παλικάρια ανάβουν τσιγάρο,
ή παρακολουθούν αυτούς που παίζουν τρίλιζα
με τ' όπλο ανάμεσα στα δυο τους πόδια
σε μια γωνιά του οδοφράγματος.
Δεν είναι όμορφες οι συνοικίες.
Δεν είναι όμορφη η επανάσταση,
Κι όταν νικάνε, γίνονται κι αυτοί αντιπαθείς
σαν όλους τους άλλους.
Όμως
όταν, την τελευταία νύχτα της ανυποταγής,
ανάψουν ολούθε οι φωτιές,
και δουν οι μαχητές πως το τέρμα τους
είναι εδώ, και τους προσμένει
με την επόμενη έφοδο της εννόμου τάξεως
που αναγγέλλουν κιόλας τα μεγάφωνα
σαν μοιραστεί κ' η τελευταία ματιά
μαζί με τα λιγοστά τους βόλια,
κ' επισημάνουν τις θέσεις τους,
αποδεκατισμένοι επαναστάτες χωρίς αύριο −
τότε
μες απ' το σκοτάδι, ξεγλιστράει φτωχοντυμένος,
οπλισμένος μ' ένα μακρύκαννο,
και παίρνει τη θέση του ανάμεσά τους, σιωπηλά,
κι αρχίζει να ντουφεκάει μαζί τους τους σταυρωτήδες του,
ο Ιησούς Χριστός του Ιωσήφ και της Μαρίας,
ξυλουργός,
κλάσεως 1944
Από τη συλλογή "ΑΠΕΝΑΝΤΙΑΣ" (Εκδόσεις ΦΙΛΙΠΠΟΤΗ, Αθήνα 1982)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου