Αλαφιασμένη εστύλωσα το πέος κι ετράπην εις άτακτον φυγήν. Έτρεχα έμπροσθεν με τα τακούνια· στραβοπατούσα κι ερχόταν να με βρει. Με σημάδι τα τρυφερά μου οπίσθια, ανέμελα και τροφαντά, με ακολουθούσε. Είχεν το πέος της ζεστό, γεμάτο, κατά τι χονδρότερον του ιδικού μου. Ήξευρα τι θα ακολουθούσε.
Σιωπούσα πάντα έντρομος μπρος στην ορμή της. Τα μάτια της εσπίθιζαν, τα χέρια της επρόσταζον να ανοίξω. Αν άνοιγα με όρεξη, με λίπασμα αλειμμένος, αφρίζοντας –με βρυχηθμόν– θα με πολιορκούσε
.
Εις μάτην αντιστάθηκα.
Κορίτσι μου πολύτιμο
κατακτητή μεγάλε
το πέος σου είναι σκληρό
και δε νομίζω να μπορώ
τέτοια υπέρμετρο δοκό
ξωπίσω μου να βάλω
άγριο μού φαίνεται, τραχύν
πολιορκητής των όλων
εκδικητής και τιμωρός
κομμάτι επίφοβος, θαρρώ
μα και γλυκός στον κώλον.
Εσούρωσον εις τη γωνιά
κι είπα να υπομένω
με λόγχην άπονη σβουρνιά
μυστήριον ξαναμμένον.
Λούφαξα κι ήρθες γλυστερή
οπάνω μου η σκιά του
ατράνταχτο ήταν το πουλί
κι όρχεις τα φυλαχτά του
όρθιον με κοίταξες με φως
στρίμωξες την καπόταν
έφτυσες λίγο, μ’ έτσουξες
κι εχτύπησες την πόρταν
Σαν μου το πίεσες πολύ
τραντάχθηκα ολούθε
λίγο κεφάλι ένοιωσα
και λούστηκα στη ζέστη
εστύλωσα τη φύση μου
σε κοίταξα που μ’ ήθελες
και δόθηκα αναφανδόν
σ’ αυτό που ξέρω πια καλά
σ’ αυτό που τρώγεται γλυκά
και φτάνει η ώρα κάποτε
να χύσει τον ασβέστη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου