Τον καιρό της κατοχής, η μάνα δεν πίστεψε
ποτέ ότι ήταν
νεκρός.
«Ο Κώστας θα γυρίσει», έλεγε, κι από τα
μάτια της πηδούσανε δελφίνια.
Δικαιώθηκε, όπως τα ποτάμια που μαντεύουν
την άνοιξη
όπως ο άνεμος ανακαλύπτει τη γλώσσα του.
Γύρισε – και ξανάφυγε.
Το αποκάλυψε καθώς ξενυχτούσαμε τη σορό
συγγενή μας
ο τσαμπάσης Σωκράτης Ρομφαίας παραβιάζοντας
την υπόσχεση της μπέσας.
Λεπτομερώς αφηγήθηκε πώς ο πατέρας, είκοσι
δύο χρόνια μετά την εξαφάνισή του, εμφανίστηκε
ως αποδημητικός Άγγελος ενώπιόν του
πήρε τις δέουσες πληροφορίες για τον καθένα μας
χωριστά
ράγισε για την αδικοσκοτωμένη μας Ελένη
μας είδε όλους σαν τον κλέφτη
χωρίς να πάρουμε είδηση
και ξανάφυγε
για τον Παράδεισο ή την Κόλασή του βουλιάζοντας
στα χιόνια μέσα του.
Από τα όρια της μοίρας μου πιο πέρα,
στις άβατες σκιές
ψάχνοντας κάτω από τις λέξεις για να βρω
το μυστικό τους νήμα.
Σκίζω συνέχεια τα ποιήματα που γράφω για τον
πατέρα.
Μαζεύω τα κομμάτια τους , τα καίω. Μέσ’ απ
τις φλόγες βγαίνει ολοζώντανος.
Τα μάτια του σπίτι που βρήκε ο σεισμός
σακατεμένο
τα χείλη του από άχυρο ναυάγιο της φωτιάς.
Κάτι μου σφίγγει την καρδιά και η φωνή μου
Χάνεται στου χρόνου το φαράγγι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου