Πως κάθε μέρα, ένα παλιό ασθματικό λεωφορείο
Μούγκριζε στο προαύλιο,
Φρενάροντας με νύχια γαμψά,
Ξεφορτώνοντας αφίξεις της μεγάλης απουσίας
Κύματα μελαγχολίας,
Σε λεπτές λωρίδες,
Δελτία κι εισιτήρια
που δεν εξαργυρώθηκαν..
Γιατί κανένας αριθμημένος
Δεν ταξίδεψε πραγματικά, ποτέ…
Έφευγε, χανόταν ύστερα
Σαν εντεταλμένο μισθοφόρο φάντασμα
Το λεωφορείο,
Κι η πλάνη της εξάτμισης
Αναθυμίαζε για ώρα
Την απορία,
Στις μετέωρες σιλουέτες των αποσκευών
Που έχασκαν άγνωστη ιδιοκτησία
Στο τσιμέντο της αυλής…
Κι ούτε ένας επιβάτης,
Ένας παραθεριστής του ονείρου,
Ένας χλωμός απώλειας,
Ένας στρατιώτης τσακισμένος πολέμου,
Ή έστω, ένας μόνος του,
Από την εγκατάλειψη μιας Κυριακής…
Το άλλο πρωί,
Με την ίδια πεταλούδα ελπίδα
Θα ζέσταινες το πιάτο της αναμονής
Μιας ακόμα απάτης,
Και θα κοιτούσες από το παράθυρο
Με πιο γαμψά
Τα δυό σου μάτια…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου