Βρήκε του οράματος το πέρασμα και ήρθε
ένας παππούς με χέρια μακριά κλαδιά,
φαρδύ κοστούμι σκούρο, γιλέκο
κι άσπρο πουκάμισο χωρίς γιακά.
Εγώ στην πλάτη μου φυλούσα
το μαύρο, χαρωπό κεφάλι.
Έτρεχα να ξεφύγω. Γιατί;
Τα μέλη μου παγώνανε
σαν με παρατηρούσε.
Είχε δυο κόκκινους βολβούς για μάτια,
όπου το είδωλο μου αύξανε,
αφού πλησίαζε γοργά
μ’ ένα δαιμονισμένο βάδην
αλλόκοτα ανεμίζοντας μανίκια και μπατζάκια.
Στο μεταξύ έσκυβα ολοένα,
γιατί με πίεζε γελώντας η καμπούρα.
«Πήγαινε από κει που ήρθες», ευχόμουν χαμηλόφωνα.
Ζύγωνε, ζύγωνε
και τότε είδα πως την κεφαλή του
-μία στιλπνή, με δύο άνισους λοβούς… πατάτα;-
έγερνε προοδευτικά στο πλάι·
κοίταζε εξεταστικά,
για να σιγουρευτεί
ότι δεν έκανε λάθος
στο μέλος που ήθελε ν’ αδράξει.
«Δίνε του Δαίμονα», είπα ξανά.
Σταμάτησα.
Δίπλα μου στάθηκε ο παππούς,
ανέκφραστος αν και λαχανιασμένος,
με την πνοή του να μυρίζει όμορφα
φρεσκοσκαμμένο χώμα.
Σαν με κυρίευε ο θυμός, συνήλθα
δίχως καμπούρα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου