το βλέμμα της λαμαρίνα στον ήλιο
που σβήνε τα ορθογραφικά του κόσμου
τα δάχτυλά της έσταζαν νοτισμένες πεδιάδες
κι αφράτα σκεπάσματα
ο λαιμός της στήριζε αρχαίους ναούς
και πρόστυχες προσευχές
μύριζε η πλάτη της ανέμους βιαστικούς
και σκούρο μπλε της πλάσης
τάχυνε το βήμα μ’ άνοιγμα κορινθιακού Ισθμού
κι άπλωσε τα δάχτυλα στα νύχια του Ταίναρου
ομορφιά είναι η βιαστική αντανάκλαση του σύμπαντος στον καθρέφτη του κενού
πίσω του οι εικόνες της
σκυλιά αρχαίου κυνηγιού
τον πρόφταιναν
κάποιες κιόλας
κομμάτια του μασούσαν
πλάι του έφταναν ξυπόλητοι
οι ήχοι της
πολλοί τον ξεπερνούσαν
και καρτέρι του ΄στηναν
μέσα σε ελαιώνες καμένους
και βεβαιωμένες ψευδαισθήσεις
στον ορίζοντα σχεδιάζονταν χάρτες
με όμορα χάδια κι αιφνίδιους οργασμούς
μαζεύτηκε το σούρουπο
σε κυανή γωνιά
αφού δεν μπορούσε να έχει αυτήν
άπλωσε την παλάμη
ν’ αρπάξει τη σκιά της
κράτησε στα χέρια του
κάρβουνα και στάχτη από τα όνειρα της
-έλα
-ο πόθος σε φέρνει τόσο κοντά μου που θα μπορούσα με μιας να σε εισπνεύσω
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου