Λυγάν τα νησιά και το πέλαγο τρέμει
(πού πας Ακριβούλα στον πάτο του σκότους;)
και φύκια γενήκαν λυκόφως κι ανέμοι.
Λυγάν τα νησιά και το πέλαγο τρέμει.
Μαυρίζει και πάλι του ονείρου το κύμα
και φύκια γενήκαν λυκόφως κι ανέμοι,
πετρώνει το δάκρυ στερεύει το ποίημα.
Μαυρίζει και πάλι του ονείρου το κύμα
σε θάλασσα που ’βγαλε νύχια και δόντια
πετρώνει το δάκρυ στερεύει το ποίημα
και πέφτουν ψηλάθε σαγίτες κι ακόντια.
Σε θάλασσα που ’βγαλε νύχια και δόντια
τ’ αστέρια βυθάν σαν στ’ αγκίστρι μολύβι
και πέφτουν ψηλάθε σαγίτες κι ακόντια
κι οι νύχτες αλέθουν κι η μέρα συντρίβει.
Τ’ αστέρια βυθάν σαν στ’ αγκίστρι μολύβι
σε μπάγκους στρωμένους σπασμένα κοχύλια
κι οι νύχτες αλέθουν κι η μέρα συντρίβει
τους κόρφους τα χέρια τα μάτια τα χείλια.
Σε μπάγκους στρωμένους σπασμένα κοχύλια
κοιμούνται οι ψυχές μ’ αγκαλιά τον καημό τους.
Τους κόρφους τα χέρια τα μάτια τα χείλια.
οι φώκιες θρηνούν μ’ έναν τρόπο δικό τους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου