Στεκότανε με υπομονή και αποφασιστικότητα μπροστά στο λευκό πάγκο του φαρμακοποιού.
Ήταν λίγο πιο ψηλή απ’ τον πάγκο. Η λιγνή σιλουέτα της, φωτιζότανε από δυο μεγάλα παιδικά μάτια.
Στεκότανε εδώ και πέντε λεπτά περιμένοντας να την προσέξουν. Όταν κατάλαβε ότι θα περνούσε κι
άλλη ώρα, χωρίς αποτέλεσμα, άρχισε να τρίβει τα πόδια της στο πάτωμα… Τελικά, το αποτόλμησε.
Μ’ ένα κέρμα πενήντα λεπτών, χτύπησε το τζάμι του πάγκου αποφασισμένη να διακόψει τη συζήτηση
και να την προσέξουν.
– «Γιατί μάς διακόπτεις , μικρή μου;» ρώτησε αιφνιδιασμένος κά-πως ο φαρμακοποιός… «Βλέ-
πεις πως έχω μια πολύ ενδιαφέρουσα συζή-τηση με το γιατρό, απ’ εδώ… Γιατί, λοιπόν, δεν περιμένεις
λίγο;»
Η Ελπίδα δίστασε για λίγο… Στη συνέχεια ανακτώντας το θάρρος και την αυτοπεποίθησή της
άκουσε τη φωνή της να λέει «Πρόκειται για τον αδελφό μου, το Στέλιο. Είναι άρρωστος… πολύ άρ-
ρωστος. Θέλω ν’ αγοράσω ένα θαύμα…»
Η έκπληξη τώρα αντικατέστησε το θυμό που είχε σχηματιστεί στο στρογγυλό πρόσωπο του φαρ-
μακοποιού. Κατέβασε πιο χαμηλά τα μυω-πικά του γυαλιά , και κοίταξε με περιέργεια τη μικρή που
είχε ορθώσει κάπως το κορμάκι της, για να γίνει πιο ορατή και για να εισακουστεί.
«‘Ένα θαύμα…» επανέλαβε αμήχανα ο φαρμακοποιός κοιτάζοντας το γιατρό που κι αυτός κοί-
ταζε με περιέργεια αλλά και συμπάθεια τη μι-κρούλα που είχε την τόλμη να τους διακόψει, χωρίς να
διαθέτει όμως θράσος.
«Εδώ μικρή μου, δεν πουλάμε θαύματα… Μόνο φάρμακα πουλά-με, δεν το ξέρεις;» απάντησε ο
φαλακρός φαρμακοποιός.
«Εγώ ξέρω ότι ο αδερφός μου είναι άρρωστος και ότι οι άρρωστοι έρχονται συνήθως εδώ, για ν’
αγοράσουν ό,τι τους χρειάζεται… Έχω έρ-θει μερικές φορές με τη μαμά μου… Ο αδελφός μου είναι
βαριά άρρω-στος. Έχει κάτι στο κεφάλι του που μεγαλώνει… Έτσι είπαν οι γιατροί. Άκουσα το μπα-
μπά μου και τη μαμά μου να το συζητούν και να λεν ότι μόνο ένα θαύμα μπορεί να τον σώσει τον
αδελφό μου. Κι εγώ μάζεψα όλες μου τις οικονομίες, να εδώ τις έχω, πέντε ευρώ και πενήντα λεπτά…
αυτά είχα από τα χαρτζιλίκια μου κι ήρθα ν’ αγοράσω ένα θαύμα για να γίνει καλά ο αδελφός μου.
Πόσο κάνει ένα θαύμα;» ρώτησε η μικρή με παιδική αφέλεια.
Ο φαρμακοποιός αυτή τη φορά δεν κατάφερε να κρύψει ένα αυ-θόρμητο γέλιο που του βγήκε.
«Μα σου είπα μικρή μου… εδώ δεν που-λάμε θαύματα… Μόνο φάρμακα πουλάμε, που μπορεί να κά-
νουν καλά κάποιους άρρωστους… όχι όλους… Πάντως μ’ αυτά τα λεφτά που κρα-τάς στα χέρια σου
κάποια παυσίπονα μπορείς να πάρεις… Λυπάμαι…»
Το παιδικό χαμόγελο έσβησε στα αθώα της μάτια που φάνηκαν να νοτίζουν. Ετοιμάστηκε να φύ-
γει, όταν τη σταμάτησε ο άλλος άγνωστός της, ο γιατρός.
«Μια στιγμή μικρούλα μου, μια στιγμή… Πριν φύγεις, για πες μου, τι είδους θαύμα χρειάζεται ο
αδελφός σου… για να γίνει καλά;». «Δεν ξέρω ακριβώς… Ξέρω ότι χρειάζεται μια εγχείρηση αλλά δεν
έχου-με χρήματα. Έτσι λέει ο μπαμπάς. Δεν έχουμε τα χρήματα… Γι’ αυτό κι εγώ θέλω να πληρώσω με
τα δικά μου λεφτά… Αυτά έχω όλα κι όλα, 5 ευρώ και 50 λεπτά! Δεν ξέρω αν χρειάζονται κι άλλα…
Αν χρειάζονται θα ψάξω να τα βρω… Θα τα μαζέψω για να αγοράσω το θαύμα…»
Ο γιατρός χαμογέλασε… Κοίταξε με συμπάθεια τη μικρή που στε-κότανε τώρα μπροστά του
αμήχανη … Τα μεγάλα παιδικά της μάτια, κοιτούσαν και πάλι με ανυπομονησία, ικετευτικά.
«Ώστε, θέλεις να πληρώσεις ν’ αγοράσεις ένα θαύμα για να γίνει καλά ο αδελφός σου»… της
είπε ο άγνωστος γιατρός πιάνοντάς την από το χέρι… «Πάμε μικρή μου… πάμε στο σπίτι σου να μου
δείξεις τον α-δελφό σου και τους γονείς σου… σε πληροφορώ ότι τα χρήματα που κρατάς, φτάνουν
για ένα θαύμα σαν κι αυτό που χρειάζεται ο αδελφός σου…»
Περπατούσανε μαζί για λίγη ώρα, αμίλητοι… Ο γιατρός είχε πιάσε τη μικρή Ελπίδα από το χέρι.
Εκείνη ένιωθε μια παράξενη σιγουριά βαδί-ζοντας με τον καλοσυνάτο άγνωστο, καθώς της κρατούσε
το χεράκι της στη φαρδιά του παλάμη. Κάποια στιγμή τόλμησε να τον ρωτήσει:«Γιατί αρρώστησε ο
αδελφός μου τόσο βαριά, ώστε να χρειάζεται τώρα ένα θαύμα;»
Ο γιατρός χαμογέλασε . «Είσαι πολύ μικρή για να σου εξηγήσω και να καταλάβεις… Ή μάλλον
εγώ είμαι πολύ μικρός , όπως και όλοι οι γιατροί, για να μπορέσουμε να καταλάβουμε και να εξηγή-
σουμε το τι συμβαίνει γύρω μας και μέσα μας και αρρωσταίνουμε… Υπάρχουν λο-γιώ λογιώ αρρώ-
στιες. Και λογιώ λογιώ ερμηνείες. Κάποιες αρρώστιες ξέρουμε τί τις προκαλεί , κάποιες όχι. Αλλά ο
ανθρώπινος οργανισμός είναι ο ίδιος ένα θαύμα έχει ένα θαύμα μέσα του… Φαντάσου ότι γίνεται μια
μάχη… Κάποιοι θέλουν να μπουν σε ένα κάστρο… Υπάρχουν άγρυ-πνοι φρουροί μέσα στο κάστρο
που ειδοποιούν τους στρατιώτες όλους και τους κατοίκους. Έτσι γίνεται μέσα μας. Όταν έρχονται
εχθροί που θέλουν να μπουν στο σώμα μας, κάποια μικρά ζωύφια, τα κύτταρα που τα λέμε ‘μεγάλους
φαγάδες,’ μακροφάγους, κατατρώνε τους εχθρούς-εισβολείς, και γίνεται έτσι μια μεγάλη μάχη όπου
αντιμετωπίζουμε κά-ποιες αρρώστιες και νικούμε… Είναι θαύμα αυτό αν το καλοσκεφτείς… Ο οργα-
νισμός, ο άνθρωπος, έχει την ικανότητα να αυτοθεραπεύεται… στις περισσότερες αρρώστιες. Το 60
με 70% των ασθενειών μας αυτοθε-ραπεύονται…»
Χωρίς να το καταλάβουνε, φτάσανε στο μικρό διαμέρισμα μιας παλιάς πολυκατοικίας. Μπήκε
μέσα πρώτα η Ελπίδα. Ο γιατρός ακολού-θησε. Συστήθηκε στους γονείς της. Ήτανε διακεκριμένος
νευροχειρούρ-γος. Οι γονείς της, τον είχαν ακουστά… Ζήτησε να δει τον ασθενή, και τις ακτινογρα-
φίες, τις αναλύσεις, τις ιατρικές γνωματεύσεις…Οι γονείς του Στέλιου είδαν το γιατρό σα θεό μπρο-
στά τους.
«Μόνο ένα θαύμα μπορεί να τον σώσει» μας είπαν, «Μόνο ο Θεός… Πιστεύετε στο Θεό γιατρέ;»
ρώτησε με ένα λυγμό η μάνα του αρρώστου, έτοιμη να καταρρεύσει.
«Πιστεύω κυρία μου… Πιστεύω και μπορώ να σας πω ότι πι-στεύω περισσότερο στο Θεό που δεν
το βλέπουμε παρά στους ανθρώ-πους που τους βλέπουμε. Γιατί ο άνθρωπος είναι ασταθής. Ο κάθε
ένας από εμάς είναι διαφορετικός από τον άλλον. Μπορεί να μοιάζουμε όλοι μεταξύ μας, αλλά ο κάθε
ένας είναι διαφορετικός. Σαν τα δαχτυλικά μας αποτυπώματα που μοιάζουν αλλά είναι ανόμοια. Ο
άνθρωπος είναι και απρόβλεπτος. Σε αντίθεση με το Θεό που είναι σταθερός στις αρχές και στους
νόμους του. Κάθε μέρα ξέρουμε ότι θ’ ανατείλει ο ήλιος, θα νυ-χτώσει, θα φυτρώσουν οι σπόροι,
τα ζωντανά θα εξακολουθούν να γεν-νάν… και τόσα άλλα σταθερά γεγονότα επαναλαμβανόμενα..
Μόνο αυ-τός που έθεσε τους νόμους μπορεί όποτε θέλει και για λόγους που μόνο αυτός γνωρίζει
ακριβώς να ενισχύσει τις σωματικές μας δυνάμεις ν’ α-ντέξουμε τον πόνο, να νικήσουμε τις ασθένειες,
να δώσει δύναμη που ξε-περνά το φυσιολογικό, να κάνει μ’ άλλα λόγια ένα θαύμα… Πιστεύω στο
Θεό γι’ αυτό πιστεύω ότι με τη λογική σας, την πείρα μου, συν Θεώ, θα γίνει το θαύμα που θέλετε.
Θα γίνει μια επιτυχής εγχείριση. Αυτό χρειά-ζεται τώρα ο γιος σας Πρέπει να εγχειριστεί επειγόντως.
Τα υπόλοιπα εί-ναι δουλειά του οργανισμού του και του… Θεού. «Μα πώς θα γίνει αυ-τό… αφού δεν
υπάρχουν τα χρήματα». «Θα βρεθούν κι αυτά… έτσι δεν είπες Ελπίδα; Θα βρεθούν… Ο Θεός είναι
μεγάλος…»
Η εγχείρηση έγινε σε λίγες ημέρες στην κλινική που χειρουργούσε ο διά-σημος γιατρός. Κράτησε
πέντε ώρες. Πάνω από το κεφάλι του μικρού Στέλλιου ήταν άλλοι δύο γιατροί, έμπειροι. Έπρεπε να
ληφθούν όλα τα μέτρα- εξήγησε.
Οι γονείς του Στέλιου βρίσκονταν έξω από το χειρουργείο σε κα-τάσταση έντασης και αναμονής.
Εδώ και μέρες προσευχότανε ακατά-παυστα. Κάποια στιγμή, ο γιατρός βγήκε και τους είπε τα ευχά-
ριστα. Η εγχείρηση που ήταν δύσκολη γιατί ο καλοήθης όγκος πίεζε κάποια κέ-ντρα του εγκεφάλου,
πέτυχε. Το θαύμα είχε γίνει. Θα μπορούσαν να δουν το γιο τους την επόμενη μέρα, για λίγο. Θα έπρε-
πε να τον αφήσουν να ξεκουραστεί και να παίρνει φάρμακα για ένα διάστημα. Ο οργανισμός θα έκανε
το θαύμα της ανάρρωσης.
Η Ελπίδα πλησίασε το γιατρό. «Γιατί πρέπει να παίρνει φάρμακα ο αδελφός μου; Θα συνεχίσει να
πονάει;».
«Ίσως για λίγο. Ο πόνος δεν είναι πάντα κάτι κακό. Μας βοηθάει ν’ αγωνιστούμε… Όπως η πε-
ταλούδα να στριμώξει το σώμα της και να περάσει από τη μικρή σχισμή του κουκουλιού. έτσι, μ’ αυτό
τον αγώνα, ωθούνται οι χυμοί της πεταλούδας από το σώμα της στα φτερά, για να μπορέσει μετά να
πετάξει. έτσι κι ο Θεός. Μερικές φορές επιτρέπει τις δυσκολίες και τον πόνο, για να δυναμώσουμε
και ν’ αποκτήσουμε σοφία για να λύνουμε τα προβλήματά μας. Επιτρέπει τους κινδύνους για να τους
υπερνικήσουμε και να αποκτήσουμε θάρρος…»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου