Είχες μιαν όψη τόσο γλυκιά
μια θέρμη ολόζεστη,
η γεύση σου, έτσι, μύριζε ολόκληρη χρυσό
και τα μαλλιά σου παράφορα σχημάτιζαν τον άνεμο
τη φωτιά απ’ το σκληρό του ξύλου δείλιαζαν
και έμεινε στα χέρια μου αυτή η πρώτη αφή
όταν, πώς να το θυμηθώ, με χάιδευε η θύμησή σου
όταν, από το γαλαζόμαυρο νερό αργά κυλούσες
κι όσες αχτίδες σε τυλίξαν, ήταν διαρκώς
σιωπηλά απλωμένες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου