Άνοιξη μπαίνει μεσημέρι
και ένα ήλιος που σε ξέρει
παίζει στις πλάτες σου.
Βγάζεις καρέκλα στο μπαλκόνι,
ούτε ο Θεός δε σε γλιτώνει
απ' τις απάτες σου.
Πουλάς στον πάγκο τα όνειρά,
τα ορφανά ξανθά μωρά σου
να μη σου μείνουνε.
Τους λες «απόψε θα πεθάνω»
Και όλοι κάτι παραπάνω
στο τέλος δίνουνε.
Ένα τσιγάρο σε ρουφάει
και ως το τέλος θα σε πάει
Εδώ τρελαίνονται.
Ρίξε στη πόλη τη ματιά σου
Και πες μου πόσα είναι δικά σου
απ' όσα φαίνονται.
Ήθελες όλα να τ' αλλάξεις,
μα πριν προλάβεις να φωνάξεις
κάποιοι σου γνέφανε.
Τους πούλησες τον σαματά σου
Και τώρα μέτρα τα λεφτά σου
και τράβα πέθανε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου