της νέας των καιρών της συναυλίας
σταύρωνες την ανυπαρξία σου ως τα χθες
με φθόγγους γυφτοκάρφια σκουριαμένα
στης επιθυμίας σου τα σκέλεθρα απάνω.
Έσκυβες να περάσεις τις καμπυλωμένες μέρες
πατώντας πάνω στα ταμπού της αποσύνθεσης.
Τις κόρες των ματιών σου
τις τρυπούσαν ακτίνες φωτεινές
και τρεμόπαιζαν μες του μυαλού σου τις χορδές
μπαλάντες της άνευ όρων χρονικής υποταγής.
Σ’ αναμονή έμπαινε ο ληγμένος σου παράδεισος
ώσπου το ορθρινό απορριμματοφόρο να πετάξει
τη χαμηλόφωτη απόβλητη διασκέδαση
στης αθυμίας τη χωματερή.
Μες στην οδύνη της κοινής της μοναξιάς
έψαχνες της ψυχής την ηδονή.
Κοινώνησες της νύχτας τη σκοτεινή απόκρυψη
μες το ποτήριο του απελεύθερου κατοπτριζόμενου άστρου.
Καθρέφτες πολλαπλασίαζαν τον εαυτό σου
στα πόδια σου σπασμένοι
με φόντο τις σχισμές που αναζητούσαν τη δικαίωση
στις μαγνητόχρωμες στρεβλών ιλίγγων έλξεις.
Τα πεζοδρόμια κάτω απ’ τ’ άστρα
οι ποντικοί διέσχιζαν
κι οι καθώς πρέπει ετοιμάζονταν
για τον επόμενο επιούσιο θάνατο
σε ηλεκτροφόρα σάβανα σεντόνια απάνω ξαπλωμένοι.
Που και που παραμιλητά αλατισμένα
συντηρούσαν μια αμετάφραση ελπίδα
για κάτι
που ίσως θα ’ρθεί…
Τώρα ένα ροκ θυμάσαι με λόγια φρικιά
και μ’ένα τσάι στο χέρι προσπαθείς
τις μέρες φονιάδες που σε κυκλώνουν να σκοτώσεις
σε μια μάταιη και τελευταία μάχη.
Μη δειλιάσεις
σκέψου πόσοι ζητιάνεψαν τον οίκτο σου
όταν φάνταζες <<θεός>>
σκέψου
πόσους ήλιους και φεγγάρια κορόιδεψες
λέγοντας ότι είσαι άνθρωπος
και σήκω φύγε από δω
χωρίς τίποτα να διεκδικήσεις για το δρόμο
για τίποτα να μην ανησυχείς
μόνο ότι έφτιαξες εσύ να λογαριάζεις
- κι όχι ότι συναρμολόγησες-
και τράβα το ταξίδι σου...
Τέλος δεν έχει η άβυσος η αχαλίνωτη
στα πάθη του ανθρώπου.
Ούτε η αέναη επιστροφή
στου εαυτού του
το αχρονοδιωγμένο καιροχρονισμένο πεπρωμένο
αν τα οιακόστροφα νοητά
να κυβερνάει με σύνεση σοφία δε γνωρίζει...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου