Bίαιος στ’όνειρο έπνεε άνεμος
σαν κομφετί σκορπίζοντας
το καλεντάρι της ζωής μου..
Στροβιλίζοντας κίτρινα φύλλα και ψυχές,
κατηφόρισε κατά το καφενείο ‘Το μόρσιμον ήμαρ’,
νοτίζοντας μ’αλισάχνη τους ξέμπαρκους ναυτικούς,
που με περπάτημα γλάρου μπαίναν
να πιούν ούζα, καφέδες κι’αναμνήσεις,
το καθημερινό περιμένοντας καράβι
για την θάλασσα της νηνεμίας
στα ‘πλάτη των αλόγων’.
Άκουγα τα μισόλογά τους
για τρεις εποχές που τους πρόδωσαν,
για σβησμένους φάρους,
ναυάγια, αβαρίες, κορίτσια λιμανιών
και γυναίκες, τις γυναίκες τους..
και κάποιος έλεγε μια παράξενη ιστορία
γιά’ναν τρελλό πού’κλαιγε αγκαλιάζοντας
τον λαιμό ενός αλόγου που μαστίγωνε
ο αφέντης του σε μια μεσαιωνική πλατεία..
Χάραξε και η φασαρία των οδοκαθαριστών
με ξύπνησε από το όνειρο!
Το καράβι που περίμεναν λέγεται Ά μ η τ ο ς..
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου