με δυο άλογα
που θα καλπάσουν
ξεκινώντας
από την πρώτη κατοικία
την κόκκινη βίλα
που γέμιζε η στάθμη της
με υγρό γλυκό
κι έβαζες το δάχτυλο
στο στόμα
είχες τα μάτια ορθάνοιχτα
μάτια περισκόπια
έβλεπαν τα μεθεόρτια
της καρδιάς
που θα επισκέπτονταν
αργότερα
όταν θα έφταναν
στην κατάλληλη ηλικία.
Όλοι οι ήχοι εκείνοι
που έβγαιναν απ’ τον λαιμό
ήχοι μικροί
από γλέντια Μεγάλων
απορροφήθηκαν στο αίμα
κρατούνε το ίσο ακόμα
μέσα στο δικό σου σώμα.
να ξεδιψάσεις τα άλογα
όταν θα τα δεις κουρασμένα
σ’ αυτήν την κρυμμένη σου στέρνα.
Και σαν θα’ χουν κάνει
τη μεγάλη βόλτα
στου κορμιού τα σωθικά
στη θάλασσά σου που βραδιάζει
και παίρνει ένα χρώμα ρουμπινί
όπως το κρασί
να τ’ αφήσεις ελεύθερα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου