Κοίτα αέρας κατεβαίνει από ρηχά
και μια μανόλια
κοίτα ανάσα παίρνει η πέτρα του καιρού
κι οι λωτοφάγοι
Μαρτυρώ ότι ήρθαμε σε αυτή την πέτρα ξημερώματα. Μας πήραν τα κύματα και προσευχόντουσαν όλη την νύκτα. Και πηδούσαν ωσμε το Σείριο και κατεβαίνανε μέχρι η ανάσα του να βρει γιούσουρι να κτυπήσει. Γυμνοί βγήκαμε . Και τα πόδια μας κομμένα από τα χαλίκια του βυθού και τα μαλλιά μας φρύγανα από την κάψα του ήλιου. Πηδήσαμε στο ακρογιάλι και κραυγάσαμε. Κανείς δεν άκουσε. Τα χρόνια πέρασαν και μείναμε εδώ να τρώμε ο ένας τη σάρκα του άλλου. Ο τελευταίος δοκίμασε λίγο την πέτρα και δεν την βρήκε νόστιμη. Φαγώθηκε κι αυτός από τα πουλιά μόνον εγώ απόμεινα τρώγοντας κάθε μέρα ένα μικρό χαλίκι ενώ το βράδυ κατάπινα φούχτες - φούχτες τη θάλασσα.
Ξεραίνει πυράκανθος
τα λόγια ξεραίνει , βυθός
στους μικρούς του ξερούς τους γιαλούς
ο βυθός ο ξερός ..
Αυτά είχα να πω.. α όχι
τώρα που το λιβάδι έγινε λέξη
έχω ένα σπίτι που θέλω
να σου δώσω, ένα σπίτι,
ένα μεγάλο σφουγγάρι.
Μες στις τρύπες κρύβει σελήνες
τη σιωπή, μια σελήνη, μια σιωπή
και νερό και νερά σιωπής
Ξημερώνει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου