Κυκλωμένος από αμπέλια κι ελαιώνες
στα Μεσόγεια κοντά στο Κορωπί
ένας βάλτος καλοκαίρια και χειμώνες
με συντρόφευε σαν ήμουνα παιδί.
Στη μικρή του επιφάνεια κολυμπούσαν
οι γυρίνοι που μαθαίναν τη ζωή
και το βούισμα εντόμων που πετούσαν
ήταν χάδι στη δική μου ακοή.
Και το παιδικό μυαλό μου φανταζόταν
πως στου βάλτου τα νερά καλά κρυβόταν
ένα ψάρι που 'χει χρώματα γαλάζια
μα ποτέ δεν ανεβαίνει στον αφρό.
Και σε κάποιας άγριας ροδιάς τ' αγκάθι
ορκιζόμουν πως κανένας δεν θα μάθει
όσο θα γυρνούν του χρόνου τα γρανάζια
των νερών το μυστικό το ιερό.
Μα κάποια μέρα που έχει στη μνήμη μου μείνει
βρήκα τον βάλτο χωρίς μια σταγόνα νερό
στη θέση του χώμα που έκαιγε σαν καμίνι
σκασμένη γη και τοπίο γυμνό και ξερό.
Κι αντίκρισα σφηνωμένους στο χώμα γυρίνους
που 'χαν πεθάνει πριν βγουν για καλά στη ζωή
πριν να γνωρίσουν τ' αμπέλια, τις βάτους, τους κρίνους
πριν στη στεριά βρουν την πρώτη τους αναπνοή.
Και απόρησα
κλαίγοντας πικρά:
"Πού χάθηκα του βάλτου τα νερά;
Γιατί στη φύση φερόμαστε τόσο σκληρά;"
Από τότε πέρασαν χρόνια τριάντα
κι έχω πάψει προ πολλού να 'μαι παιδί
μα ο βάλτος στην ψυχή μου μένει πάντα
και ανθίζει η θύμησή του σαν κλαδί.
Δεν γνωρίζω τα παιδιά μου αν θα βρούνε
λίμνες, ρεματιές και γάργαρες πηγές
όσο οι άνθρωποι στη φύση θα ξεσπούνε
και στο σώμα της θ' ανοίγουνε πληγές.
Μα τους βάλτους όλους κι αν αποστραγγίσουν
κι απ' τα παιδικά ταα χρόνια εξαφανίσουν
το κρυμμένο μυστικό τους δεν θα βρούνε
που το ξέρω εγώ κι η άγρια ροδιά.
Είναι ένα ψάρι με γαλάζιο χρώμα
που οι χοντρόπετσοι δεν το 'χουν δει ακόμα
που ίσως κάποτε μπορέσουνε να δούνε
όσοι είναι κι όσοι νιώθουνε παιδιά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου