Πίνω τα δάκρυα της εσπερινής σκέψης,
το αφυδατωμένο σώμα της νοσταλγίας, ξεδιψά.
Συμφιλιώνομαι με την απουσία του ευκταίου.
Ορφανά τα δάχτυλά μου πλέκουν στίχους εξομολόγησης,
να λυτρωθούν οι φόβοι της ανομολόγητης ευτυχίας.
Χαράζω δρόμο μυστικό στων γιασεμιών τις αυλές.
Μη φύγεις! Μείνε στην ευρύχωρη φωλιά των ματιών μου,
οι εικόνες έχουν σωθεί από την εύνοια του χρόνου.
Είσαι ’συ ή με ξεγελά η σκιά της φυγής σου;
Μείνε! Θα σου χαρίσω όνειρα άγρυπνα
και τους ψιθύρους των κυμάτων
να ενορχηστρώνουν τις σιωπές σου.
Παλινδρομώ, αναβάλλοντας το ραντεβού
με την ευταξία των άστρων,
επαίρομαι αθόρυβα!
Που χάθηκε η θορυβώδης νιότη;
Πότε τα χρώματα ντυθήκανε το γκρίζο πανωφόρι;
Η πένα με συνθλίβει, λογχίζει το άνυδρο σώμα,
να τρέξει καημός, να ξεχειλίσει δάκρυ.
Οι αράδες θρασεύουν, βλασφημούν τις αγελαίες υπάρξεις
ή μήπως τις λυπούνται;
Αυτοπροσδιορίζονται οι μοναξιές των πόθων,
συμπάσχουν με τη θλίψη του απείρου.
Δεν ανησυχώ, η αγάπη βλασταίνει και σ’ αλμυρά λιβάδια.
Είσαι εδώ! Στην άκρη της νωχελικής γραφίδας,
γονιμοποιείς γαλήνιους, ευτυχισμένους στίχους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου