μια γέφυρα κι ένα ξερό ποτάμι που το φεγγάρι
κατρακυλούσε το χειμώνα, πριν βρει τα μάτια μας.
Πιο κάτω σίδερα, δυο πόρτες κι η αντλία που γυρνά
στα χέρια μας το ξεραμένο δρόμο, το λεπτό, το χρόνο
τη μικρή ματιά που τα έκανε διάφανα όλα.
το γέλιο να ξαπλώνει μες στα δόντια, καθώς γυρνάν τα βλέμματα
από την ίδια επανάληψη της μέρας.
Κι ύστερα φύλλο, μια νότα που κυλά από την καταιγίδα
να βρίσκει Απρίλιο και Μάη κι ένα λελέκι απ’ τα παλιά
που τάνυζαν ουράνια τόξα και μπαξέδες.
Κα να είχα ένα ψωμάδικο και να ζυμώνω αλφάβητα
στη λόγχη του αυριανού παιδιού, να ξενυχτάω.
Πινακωτή με σύννεφα, τον ήλιο, την ακτίδα
θα βρέξει εδώ, ασπρίζει εδώ, μιλάει εδώ, θυμάται..
Και πάνω τους, μια ρίζα λοιμική του άνεμου, θρυμματίζει
το μικρό του χέρι. Βρίσκει το φως..
Τροφή στο όνειρο. Και το νερό κι η ρόδα που γυρνά
στρέφει τον άξονα, στρέφουν τα χρόνια και γυρνάνε
Πιο πάνω το βουνό σκιά πριν ξημερώσει…
και όλοι πήγαν του χαμού
Τώρα επιζώντες Κυριακή στην παραλία
με τσίπουρο στην άκρη των ματιών
ώσπου φαίνεται καγχάζων εσαεί,ο Σκυλοδήμος…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου