Οι άνθρωποι
με τον ένα τρόπο
ή με τον άλλο
ξύνουν βρωμίζουν προσκυνούν
από και προς ανατολίζουν
γυρνούν και φέρνουν διαρκώς
το μυτερό της μύτης σου της μύγας
το πράσινο του σηκωτού
τη γλώσσα σου του φουσκωτού
όπου κι αν είν’ ο λυγερός, ο τρομερός
θηλιός, τρεχάτος και φευγάτος·
όσ’ άρπαξες δεν τα πιστεύω
δεν ημπορούσες ρε ψυχή
να δεις μπροστά το φως σου
δεν ημπορούσες τίποτα
κι ήρθα εγώ για να σ’ το βρω
να πω πως είδες κάτι εδώ
δεν είναι όλα πια κλειστά
μα είν’ τα μάτια αλλιώτικα
από αυτά που ήξερες, δεν είδες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου