Γλυκά και ήπια και γερτά
με μάτια πιο στριφτά
κι από τα στήθη·
ακουμπιστά
πρήζονται λίγο
ακουμπιστά
και κρεμαστά
η ρόγα γέρνει τρυφερά
κι ανοίγει χώρο στα κλεφτά
κάτω απ’ αυτά
σαν αμασχάλη
δροτσαλίζει η σκιά
κι είν’ μεσημέρι στ’ ανοιχτά
και μ’ υπνωτίζεις
απάνεμη στέκ’ η γητειά
κρυφό καμάρι που στα πόδια το λυγίζεις
πάλλετ’ η ζέστη σου πνιχτά
κι αφήν’ η ανάσα
την ισχύ στη σιγαλιά.
Κάθε σου φλούδα
με τυλίγει
διπλώνομαι
απ’ τις βελόνες σου
το ρόδι ξεμυτίζεις.
Ξ
της ψυχής μου
κατοικεί
και κάποιος άλλος.
Είν’ μόνο ένα δωμάτιο
φτιαγμέν’ όλο για μένα·
παρ’ όλο που ’ν’ κλειστό, ερμητικό
και με μια μόνο πόρτα
κλείνει
παρ’ όλο που απ’ τ’ άνοιγμα
μόνο εγώ μπορώ να μπω
και κανείς άλλος
παρ’ όλο που ο χώρος του
για έναν είναι μονάχα,
τον έχω δει
να τριγυρνά
τον άκουσα στη σιγαλιά
μέσ’ στο μικρό δωμάτιο
μέσ’ στη μοναδική φωλιά
στ’ άχρονο τ’ άντρο
είναι κι άλλος περασμένος στη θηλειά.
-
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου