Θάναι μια στιγμή·
μια ακάλυπτη ώρα
γιομάτη χλωροφύλλη και φως
που θε ναρθώ,
ωραίος στο άσπρο άτι,
ή και, χωρίς παράτες,
στο παλιό τριμένο σακκάκι μου
να σου θυμίσω
μια παλιά μου επιστροφή.
Έτσι καθώς με λυμένα μαλλιά
θα μπαίνεις στον κήπο,
θάναι μια γεύση από πεύκο
η κίνηση της χαράς·
θάναι η ώρα που θ' ανήκουμε
στο χελιδόνι, την άνοιξη, το χαμόγελο
κι όλα τα σερνάμενα βαγόνια
του τραίνου της επιστροφής.
ΕΝΟΧΗ
Έτσι και λίγα σύννεφα φανούν
φυσάει μέσα μας λεπτό αεράκι
και μένουμε όρθιοι στο ξέφωτο
την ώρα που λυγάει ο καλαμιώνας.
Γδυνόμαστε αργά-αργά
πετώντας τ' αθώα μικρά μας κρίματα
σαυτόν που περιμένει.
Ύστερα σκύβουμε το κεφάλι
Κι ελπίζουμε στη βροχή που τα ξεπλένει όλα.
ΠΥΡΑΚΤΩΜΕΝΗ ΣΑΝ ΤΟ ΣΙΔΕΡΟ
Φορές φορές σε σκέφτομαι.
Άλλοτε μες το παρελθόν
κι άλλοτε μες το μέλλον.
Πάντοτε όμως
-έτσι ή αλλιώς-
ζωντανή και γενναία
σαν τότε που πολέμαγες τη γάγγραινα,
πυρακτωμένη σαν το σίδερο
που μόλις βγαίνει απ΄ τη φωτιά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου