ότι πολύ εμίσησαν τους κατοικούντας την γην.
Ιδού, ως λύκοι, υιοί του Κάιν εσυνάχθησαν
και λόγος αληθείας ουκ ευρέθη
επι τα στόματα αυτών εις τον αιώνα'.
τα λόγια της πικρής Κασσάνδρας που επιμένει
πως θα`ρθει φτώχεια μεγαλύτερη, πως τα παιδιά
θα φύγουνε ξυπόλυτα στα ξένα,
μ`ένα σακίδιο μοναχά πάνω στους ώμους τους,
πως θα ζητούν ψωμί οι μανάδες στα σκουπίδια,
πως τα κοπάδια των φτωχών μ`άγρια κραυγή,
με μάτια κόκκινα από τα δακρυγόνα και τη θλίψη,
θα συνωστίζονται μες στις πλατείες της πρωτεύουσας
και πως θα πέφτουνε στα γόνατα όλη νύχτα,
ξεμαλλιασμένες οι γριούλες στα εικονίσματα,
μήπως και φύγει το κακό να λυτρωθούμε.
Μην τους ακούς τους ειδικούς, δεν ξέρουν τίποτα.
Γιατί χειρότερα θα`ρθουν, μήπως κι αλλάξει
η άγρια φύση μας και μάθουμε τι πάει να πει
-έστω κι αργά, μετά από δυο χιλιάδες τόσα χρόνια-
“αγάπα τον πλησίον σου ως εαυτόν'
και πως ανάσταση δεν έχει πριν πεθάνεις…
***
Το σπίτι
Ι.
Ψίθυρος για το ποίημα που δε γινόταν να γραφτεί….
το πατρικό μου σπίτι ρημαγμένο
με κλειδωμένη πόρτα, σφαλιστά παράθυρα
χωρίς ζωή, βουβό και γερασμένο
και φανταζόμουν σκόνη του καιρού στους διαδρόμους του
στρώμα λευκό σαν χιόνι στα κρεβάτια
και το φτωχό χαρτί μου μούσκευε στα δάκρυα
κι η ποίηση μ`αρνιόταν πεισμωμένα.
Γιατί μια λέξη έψαχνα να βρω μα δεν ερχότανε
μέσα στο νου, στα πικραμένα χείλη,
μέχρι που βάδισα αποστρέφοντας το βλέμμα μου
μακριά σαν ξένος κι ήρθε μόνη της η λέξη
για να γραφτεί εκατό φορές στ`άδειο χαρτί
κι εγώ τη διάβασα σκυφτός, βαθιά θλιμμένος
τη λέξη “λεηλατημένος', που ώρα γύρευα.
ΙΙ.
Πλύναμε με ιδρώτα τα ντουβάρια του
κλείσαμε στις σκιές του μυστικά
ποτίσαμε μ`αγάπη τα λουλούδια του
τόσο που ξεχειλίζοντας, κυλούσε στο δρομάκι.
Δε βλέπαμε αν ήταν φτωχικό.
Κομμάτι ήταν απ`το ίδιο το κορμί μας
ή μάλλον, το κορμί μας ήτανε κομμάτι του.
Ξέραμε πια τις αποστάσεις στα τυφλά.
Όλες τους μετρημένες με τα χέρια.
Όλες τους μετρημένες με τα γόνατα
απ`τα μικρά-μικρά μας χρόνια, τα αθώα.
Το`χαμε εικόνισμα ιερό μες στην καρδιά
το`χαμε στολισμένο δάκρυα και γέλια,
εκείνο το σπιτάκι μας που ρήμαξε.
μεθυστική μια ρέμβη σου ποτίζει το κορμί
νωχελικά, κι αφήνεσαι αργά να σε βυθίσει
και πια δε νιώθεις ούτε την ανάσα σου
και με μισόκλειστα τα μάτια ταξιδεύεις,
μες στη μικρή οθόνη χαμηλόφωνα
μετά τα σπορ τα κοσμικά τις διαφημίσεις
για τα καινούρια απορρυπαντικά, ξανά η θάλασσα
άσπρη μαβιά γεμάτη από κραυγές,
γεμάτη χέρια ανοιχτά, γεμάτη μάτια
και τα παιδάκια μπρούμυτα κι ασάλευτα
που πάνε κι έρχονται στα κύματα σαν τόπια,
λες και τα νοιάστηκε ο θάνατος και τ`άφησε,
***
(Έξι ψίθυροι στο σκοτάδι)
Ι.
μ`αυτό το τελευταίο σίγμα μες στα δόντια
μ`αυτή την έγνοια στα σμιγμένα φρύδια του
μ`αυτά τα μάτια τα σκοτεινιασμένα.
Κι ήτανε τόσο αλλόκοτο κι απίστευτο
κι ήτανε τραγικά φαιδρό, μα την αλήθεια,
πως μου`φερνε λιγάκι στη μορφή
και πως μιλούσε με την ίδια τη φωνή μου
ο λυπημένος ξένος στον καθρέφτη μου.
ΙΙ.
Με παγωμένη τη φωνή, με μάτια διάπλατα
βρήκα ξανά τα γνώριμα σημάδια
αυλάκια να κυλά ο καιρός να σιγοσώνεται
κι άλλα που κέρδισα μικρούλης στο παιχνίδι
στον πετροπόλεμο σα νύχτωνε κι η μάνα μου
έβγαινε σαν τρελή να με γυρέψει
κι όλο με ψευτομάλωνε χαϊδεύοντας,
κι όλο με σκούπιζε απαλά με την ποδιά της.
Ο χρόνος είναι αληθινός, είπα και σιώπασα.
ΙΙΙ.
Κι αν βρήκα τα σημάδια μου κι αν άγγιξα
τον τύπο των ήλων με τα δάχτυλά μου,
γελώ και φεύγω και ξεχνώ και αποστρέφομαι
την κάθε θλίψη σιγοτραγουδώντας
και πια δε νοιάζομαι, δε νοιάζομαι, δε νοιάζομαι
μην πεις ξανά πως τάχα με γνωρίζεις.
Άναψε μέσα μου εξαίσια φωτιά
που μου ζεσταίνει την καρδιά και με φωτίζει
και διόλου δε μ`αγγίζει ο καιρός.
Δεν είναι αληθινός, είπα χλευάζοντας.
`
Σαν λα μινόρε στη σιωπή,
σκόνη παιχνίδισε θαμπή στο πέρασμά της
απ`τις κουρτίνες πρώτα κι έπειτα ξεχάστηκε
στον άδειο τοίχο σα φωτιά ξετρελαμένη,
η πρώτη-πρώτη ακτίδα στο σκοτάδι μου.
Κι ήταν μετά απ`την αρχή λόφοι, βουνά,
άσπρα σπιτάκια χαμηλά, στενά δρομάκια
λουσμένα φως και κλείνοντας τα βλέφαρα,
απόμεινα να βλέπω μαγεμένος.
(Ανέγγιχτα στο χρόνο όσα αγάπησα!)
`
V.
Σ`άκουγα πίσω μου με βήματα βαριά
να`ρχεσαι κι έλεγα θα κάνουμε το δρόμο
μαζί μέχρι το τέλος, μα πού χάθηκες,
στα σταυροδρόμια όταν λάθεψες, αχ να μη νιώσω,
κι απελπισμένος τώρα κοντοστέκομαι
ν`ακούω τη σιωπή και την ανάσα μου
ν`ακούω την καρδιά μου που ραγίζει.
Μα το θεό, θα`ρχόμουν να σε βρω, όμως δε γίνεται
κανείς να στρέψει στην αρχή, μα είναι ανάγκη
πάντα το δρόμο να τραβά μπροστά κι ασθμαίνοντας,
με τι καρδιά, με τι καρδιά να προχωρήσω;
Μα τόσο βιάστηκες κι εσύ, μπορούσες άραγε
λίγο καιρό να κρατηθείς, λίγα χρονάκια
κάμποσους μήνες, έστω, να`βρισκες τη δύναμη
μα βιάστηκες πολύ να ξεμακρύνεις
βιάστηκες, μάνα, στο σκοτάδι να χαθείς
προτού να μάθω μοναχός να περπατάω,
πριν να προλάβω καληνύχτα να σου πω
πριν να προλάβω να σου πω πως σ`αγαπάω.
(Ο χρόνος στέρεψε μεμιάς, είπα και δάκρυσα).
`
VI.
Το κάθε κύτταρο κρατάει τις μνήμες του νερού
της άγριας πέτρας την οσμή, τη γεύση
κάτι από την αφή φωτιάς βαθιά στα έγκατα
απ`την ανάσα του Θεού που με τα χέρια
πήρε να πλάσει κάμπους και βουνά
γονατιστός σαν το παιδάκι στο παιχνίδι.
“Είμαστε φύτρα θεϊκή, σαν τη φωτιά
αρχαίοι όσο το νερό, όσο το χώμα
έξω απ`του χρόνου τη φθορά', είπα και σήκωσα
ψηλά τα μάτια μου, βαθιά γαληνεμένος.
αθόρυβα περπάτησα στον κόσμο
μακριά απ`τις κραυγές που με πληγώνανε
μα τώρα δες, μες στη σιωπή πόσο μερώνω
σαν παίζει μουσική γλυκιά και νιώθω έτοιμος
να βγω στα γνώριμά μου μονοπάτια
σαν το παιδί που αλητεύει και ξεχάστηκε
ολημερίς στο γέλιο, στο παιχνίδι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου