Γέμιζαν σιγά σιγά οι φαντασίες των σπόρων το κενό που άφηνε
το άροτρο
Η θάλασσα σταμάτησε να κυματίζει για μια στιγμή και τα πράγματα
σκεπάστηκαν με τη σκιά του χρόνου που κοίταζε την
ακινησία
Ο μάραθος κι ο βασιλικός μύρισαν πιο έντονα σαν να φώτιζαν
τον περαστικό τους θάνατο μέσα στο μεσημέρι
Βοή λόγων τέτοια που μια αρπαγή κόρης στον ουρανό ζωγραφίστηκε
Ελευθέρωναν τις συλλαβές σαν άχρονους νόμους τ' ακρογιάλια κι
αυτό που λένε θεϊκότητα τσιμπολογούσε σαν σπουργίτι
τις μύγες της σκέψης
Ετσι μύριζε η αθανασία: Λουλούδι φυγαδευμένο σε μια πηγή από
τον Σταυρό ή όνειρο νησιώτικης καμπάνας στην ερημιά
Και πνοές, κόμες, τραγούδια, τύλιγαν με πέλαγος τα μοναχικά τους
φτερά σημάδι πως το κυνήγι των παραμυθιών έφτανε στο
αποφασισμένο του ύψος
Τότε η αυγή φανερώθηκε με δυό λυπημένα ξέφωτα στη θέση του
στήθους της κι η νύχτα έβγαλε απ τη γραφή τ' αστέρια
και τα χάριζε στις περαστικές στιγμές
Αργά αργά σβήνοντας μες στο ξύλο του πεύκου την εικόνα και το
ξαναγράψιμο, την από γυαλάδα ψαριών και αστέγνωτου
μάγουλου ομιλία της πλάσης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου