Με χέρια ρευστά στη μήτρα παισμένος,
Εγώ που ήμουν ασχημάτιστος σαν το νερό
Που σχημάτισε τον Ιορδάνη πλάι στο σπίτι μου
Υπήρξα αδελφός της θυγατέρας της Μνεθά
Κι αδελφή του υιοθετημένου σκουληκιού.
Εγώ που ήμουν αδιάφορος σʼ Άνοιξη και Καλοκαίρι,
Που δεν ήξερα τον ήλιο και τη σελήνη με τʼ όνομά τους,
Ενω ήμουν ακόμη μια λιωμένη μορφή,
Τα μολύβδινα αστέρια, το βροχερό σφυρί
Στριφογυρισμένο απ΄τον πατέρα μου στο θόλο του.
Ήξερα το μήνυμα του Χειμώνα,
Το φερμένο χαλάζι, το παιδικό χιόνι
Κι ο άνεμος ήταν μνηστήρας της αδελφής μουֹ
Άνεμος μέσα μου ορθωμένος, η χθόνια δροσιάֹ
Οι φλέβες μου ξεχύθηκαν με τους αγέριδες της ανατολήςֹ
Ανεπίτευκτος ήξερα τη νύχτα και τη μέρα.
Έτσι ανεπίτευκτος ακόμη και υπέφεραֹ
Ο τροχός των ονείρων τα κρινένια κόκκαλά μου
Έστριψε σʼ ένα ζωντανό μηδενικό.
Και σάρκα ψαλιδίστηκε να διασχίσει τις γραμμές
Κρεμάλες στο συκώτι
Και βάτα τα κουλουριασμένα συλλογικά.
Το λαρύγγι μου ήξερε τη δίψα πριν τη δομή
Του δέρματος και των φλεβών γύρω στην πηγή
Που λέξεις και νερό κάνουν ένα μίγμα
Ασφαλές ώσπου το αίμα να τρέξει γεμάτοֹ
Η καρδιά μου ήξερε την αγάπη, η κοιλιά μου την πείναֹ
Μύρισα το σκουλήκι στην κένωσή του.
Κι ο χρόνος έχυσε τη θνητή μου πλάση
Να συμπαρασυρθώ ή να πνιγώ στις θάλασσες
Φιλιωμένος πια με την αρμυρή περιπέτεια
Φουσκονεριών που δεν άγγιξαν ποτέ τις ακτές.
Εγώ που ήμουν πλούσιος φτιάχτηκα ο πλουσιότερος
Ρουφώντας το κρασί των ημερών.
Εγώ γεννημένος απο σάρκα και φάσμα δεν ήμουν
Μήτε φάσμα, μήτε άνθρωπος, μα φάντασμα θνητό.
Και τσακίστηκα απʼ την φτερούγα του θανάτου.
Ήμουν θνητός ως τη στερνή
Μεγάλη ανάσα που έφερε στον πατέρα μου
Το μύνημα του ψυχορραγούντος Χριστού του.
Εσύ που γονατίζεις σε σταυρό και βωμό,
Θυμήσου με και σπλαχνίσου τον,
Αυτόν που έκανε τη σάρκα και τα κόκκαλά μου πανοπλία
Και διπλοσταύρωσε της μάνας μου τη μήτρα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου