στ' απολιθώματα της μνήμης μου επιστρέφω ..
Ηττήθηκε η ποίηση ή τάχα υποβόσκουσα
τη γλώσσα βγάζει περιπαιχτικά σ' αυτοβαυκαλιζόμενους
χορεύοντας εμπαιχτικά γύρω από τη σκια τους..
ως να μερώσει ο ήλιος της τις πένες και τους πάπυρους
κρυμμένους να φωτίσει στα λαγούμια?
Αρρώστεια είναι ο άνοος αυτοθαυμασμός
αρώστεια ο θεατρινισμός..αρρώστεια ο αυτοβαυκαλισμός
να είσαι ή να φαίνεσαι τι τάχα σε γιομίζει?
η πλατεία γέμισε παιδιά..άνοοι χειροκροτητές
κηρύγματα και ρητορείας μικροπωλητές
καρφώνουνε πα σε μπακίρια λέξεις
μα τι είναι τάχα ήττα θα μου πεις..τι είναι προδοσία?
σαν βλέπεις κλείεις τους οφθαλμούς και δε μιλάς
συνένοχος τάχα κι εσύ θαρρείς πως δε λογιέσαι?
Μέσον γλυκό της αυτοπροβολής
φιλοφρονήσεις και τρανά ευχαριστώ
στης ουτοπίας εφυτρώσανε ασύδοτα στη χώρα
εχόρτασε η ανθρωπότης από χειροκροτητές
που ακολουθούνε τις ορδές
της κάθε μιας πνευματικής μας εξουσίας..
έπαψαν να περνούνε από εδώ και τα πουλιά
τα γλυκερά τους κελαηδήματα αλλάξαν ουρανό..
τα μεσοφόρια εμείναν αδειανά
οι αυταπάτες δε μας θρέφουν πια
είναι θαμποί οι προβολείς δε φέγγουν τα σκοτάδια
μα υπάρχει ακόμα αμυδρή ελπίς
όσο υπάρχουνε κορίτσια και αγόρια που μιλούν
για έρωτα..για τη ζωή..τη δράση.
αναζητώ μες στης καρδιάς μου τους Δελφούς
στον ομφαλό να κρατηθώ της χοϊκής μου της μορφής
ψάχνω παλιά στιχάκια να πιαστώ
εκείνων των παλιομοδίτικων τρανών καιρών
που εγέννησαν Σεφέρη και Καβάφη
ναυαγοσώστες των ανίερων στιγμών
πριν με βουλιάξει η θλίψη στο βυθό της.
αν στο βασίλειο των ζώων που κατοικώ αγαπώ
πιότερο τους ανθρώπους..καθώς..........
στα ημιάγρια θηρία ανθρώπων δεν ευελπιστώ
των θηριοδαμαστών τις ρήσεις των
με βήμα ελπιδοφόρο τα αποφθέγματα πιστά ακολουθώ
λαξεύουνε αργά - αργά τα αιμοβόρα ένστικτα
ημερεύουνε τα αρπαχτικά ..
τα αιμοδιψή λιοντάρια π' αλυχτούνε κλείνουν σε κλουβιά.
την κάθαρση επιζητούνε στα κατώϊα.
Οι ευσεβείς οι πόθοι μου βουλιάζουνε ενίοτε..συχνά
μες στην αρένα ζούγκλας όψη παίρνει η ζωή
μα εγώ αμετανόητη θιασώτης της ζωής
δε σκιάζομαι..τα μάτια κλείνω ονειρεύομαι ορθή
κρατώ το φαναράκι μου σαν να 'ν Μ. Παρασκευή
γαντζώνομαι απ' το έθιμο σαν να 'ναι Πασχαλιά
βγαίνω μονάχη στη βροχή..μόνο αυτή μου μοιάζει
σαν μάνα π' αγκαλιάζει τη Μητέρα Γη
μάνα που ποτίζει ό,τι όμορφο ξεχνώ
τολμάω τ' όνειρο ν' αγγίξω κι ας το χάνω
να κλάψω δεν αφήνομαι και σιγοτραγουδώ
το προσημειωμένο οικοδόμημα φωτίζω αχνά
τολμώ.. φωτίζω τα κελιά..
στο τελευταίο όνειρο τις κλειδωνιές φωτίζω.
που εγράψαν ιστορία..
ετραγούδησα στιχάκια για τον έρωτα
μετρώντας γλαροπούλια..
στο παλαιοπωλείο των αναμνήσεων γυρνώ
στο γέρμα αυτού του δειλινού εχάθηκα ξανά
κι ας είν' γνωστός ο δρόμος του
χιλιοπερπατημένος .....
τα σκουριασμένα ανεβαίνω τα σκαλιά
ρουφώ τις πίκρες μες στον αχνιστό μου τον καφέ
στα κατακάθια τις βουλιάζω..
σαν άλλοι Δροσουλίτες επανέρχονται..
οι αναμνήσεις δε χωρούν..επλήθυναν
στο Φραγκοκάστελο εκείνο
της δικής μου της ψυχής ...
σκιές αγαπημένες ζωντανεύουν..
έχει μια γλύκα ετούτος ο γλυκύβραστος
στο τραπεζάκι το βρεμμένο μοιρασμένος..
Μαζεύω χρώματα κι αρώματα
για να με συντροφεύουνε στις εθνικές οδούς
σ' επιστροφές..αναχωρήσεις και αφίξεις..
βουτώ στις ξεχασμένες τις σελίδες μας
στην επίφοβη εσωτερική μου μοναξιά
κρατώ ολόρθες τις στιγμές..
σεντέφια στα ψαρά μου τα μαλλιά
τα διαβατήρια του έρωτα
κάθε σεντέφι και μια βύθιση..
στο χτένι που στολίζει την
την κόμη τη λευκή μου..
Στην υγρασία της ομίχλης οι σκιές
στοιχειώνουνε σαν άλλες ερωμένες παλαιές
λησμονημένα κάστρα..
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου