Το υπόγειο
«Όπου κι αν βρίσκεσαι, σκάβε βαθιά.
Κάτω είναι η
πηγή.
Άσε τους σκοταδιστές να φωνάζουν πως κάτω
είναι η κόλαση»
Νίτσε
Μήνες
πολλούς έσκαβε μέσα στο σπίτι του, ίσως και χρόνια, σημασία είχε ότι έσκαβε
πολύ καιρό. Το χώμα το έβαζε σε σακιά που τα τοποθετούσε στην αυλή,
δημιουργώντας ένα τείχος που έμοιαζε με αντιαεροπορικό πύργο. Τελικά κατάφερε
και έφτιαξε ένα υπόγειο οίκημα με κάποια δωμάτια κι ανέσεις. Βρισκόταν ακριβώς
κάτω από το σαλόνι, στο κέντρο του σπιτιού του. Βρήκε και τον τρόπο να
αποθηκεύσει πολλά τρόφιμα, ιδιαίτερα τροφές που είχαν μακρά διάρκεια. Το νερό
δεν του έλειπε, ας είναι καλά τα υπόγεια ύδατα. Σε κάθε καλό σπίτι και σταθερό
οίκημα υπάρχουν υπόγεια νερά και υπόγεια ρεύματα. Υπεραιωνόβιες μπαταρίες
(δικής του εφεύρεσης ) εξασφάλιζαν το απαραίτητο φως στο υπόγειο.
Πήρε την απόφαση να ζήσει εκεί μέσα, χωρίς να έχει επαφές
με τους ανθρώπους. Για να το πω καλύτερα δεν επιθυμούσε να βλέπει ούτε συνεργάτες και φίλους, ούτε αξιολάτρευτες ερωμένες, ούτε
συναδέλφους (περισσότερο αυτούς), ούτε συγγενείς, ούτε εκδότες, φροντιστές ,
φυλακιστές, μαχητές, κριτές, τιμητές και ό,τι άλλη κατηγορία έχει την κατάληξη
– τες. Ήταν εχθρός των ουσιαστικών με τέτοιες καταλήξεις.
Ο συγγραφέας Μαξ Γκολντράιτερ ένιωθε ασφαλής στην
απομόνωσή του. Το υπόγειο σπίτι ήταν το καταφύγιό του.Mια πατρίδα αποκλειστικά δική του. Και τούτο το οίκημα
μεταμορφωνόταν (ξαφνικά και απρόβλεπτα) ανάλογα τις καιρικές συνθήκες και τις
εσωτερικές διεργασίες. Άλλες φορές τετραγωνιζόταν και στένευε επικίνδυνα,
πιέζοντας σωθικά και στοχασμούς και άλλες φορές υψωνόταν πάνω από τον υπέργειο
θόλο. Και ταξίδευε σε ανοιχτά πεδία, όπου το αίμα των λέξεων ήταν πεντακάθαρο,
γεμίζοντας το υπόγειο με ανθοφορούντα θέματα και θεάματα. Εξαίσια μεταμορφωτικά
ταξίδια. Οι άνθρωποι ήταν απόντες απ’ όλες αυτές τις διαδρομές πάνω και κάτω
από τη γη. Αντιλαμβανόταν ότι οι μόνοι που εκτελούσαν κάποιο έργο «επωφελεία» της ανθρωπότητας
ήταν οι νεκροθάφτες. Ανάλογα τα βαλάντια των ζώντων και των τεθνεώτων, έσκαβαν,
σαν και αυτόν, βαθιά, γεωμετρημένα και σταθερά.
Καθώς όμως τα χρόνια περνούσαν, η μοναξιά τον κατέβαλε.
Το υπόγειο δεν άλλαζε διαστάσεις και οι ταξιδιωτικές αποδράσεις έπαψαν (σιωπηλά
και προβλέψιμα). Ο Μαξ Γκολντράιτερ αντέδρασε (σχεδόν αμέσως). Ήθελε διακαώς
και με μια κάποια αγωνία, να βρει κάποιο άλλο πλάσμα για να μοιραστεί το
υπόγειό του. Ξεκίνησε λοιπόν να σκάβει πιο βαθιά. Είχε και τον φόβο μήπως
συναντήσει κανένα αρουραίο με ανθρώπινη ομιλία, σαν και αυτούς που συχνάζουν
στα μέγαρα και τις επαύλεις και χαριεντίζονται θορυβωδώς με τους κυρίους και τις κυρίες τους. Κάτι τέτοιο τον
φόβιζε πραγματικά. Αλλά αυτό δεν συνέβη, υπήρξε τυχερός. Μια μέρα άκουσε
θόρυβο, έσκαβαν από την αντίθετη μεριά. Ίσως άνοιγαν λαγούμια ή άνοιγαν κάποιο
ορυχείο. Ίσως ήταν ένα ζώο ή ένας άλλος άνθρωπος. Κι ήρθε η ώρα της συνάντησης.
Ο Μαξ Γκολντράιτερ
αντίκρισε -χαρούμενος- τον κόσμο ολόκληρο. Η ανθρωπότητα τον κοίταζε απορημένη.
**
Δερματοστιξίες
Ο σκηνοθέτης περίμενε την πτήση του, στο αεροδρόμιο. Ένα ακόμα ταξίδι στο
εξωτερικό για τις ανάγκες της νέας του ταινίας. Μια ακόμα ταξιδιωτική μέρα, σ’
ένα μεγάλο αεροδρόμιο. Κάθισε σε μια καφετέρια, παρήγγειλε έναν ζεστό καφέ κι
άνοιξε την εφημερίδα του (η εφημερίδα ανήκε στην κεντροδεξιά, παλιότερα
«ακολουθούσε» τη σοσιαλδημοκρατία). Αφού διάβασε μερικές γραμμές, ξεκίνησε τη
φυσιογνωστική παρατήρηση του κόσμου που ερχόταν κι έφευγε, άλλαζε θέσεις και
καθίσματα, πήγαινε προς τα εκδοτήρια, ή ήταν σε αναμονή των πτήσεων. Ήταν μια
κινηματογραφική συνήθεια η εστίαση στα πρόσωπα, στις κινήσεις, στα βλέμματα και
τις συμπεριφορές. Η κινηματογραφική του ματιά σταμάτησε ή μάλλον επικεντρώθηκε
σε συγκεκριμένες ηλικιακές ομάδες. Αυτοί που του έκαναν μεγάλη εντύπωση ήταν οι
νέοι άνθρωποι. Οι παρέες τους έδειχναν ευτυχισμένες και ξέγνοιαστες, ολοκάθαρα
στοιχεία μιας χορτασμένης νεότητας. Αλλά η εικόνα είχε πάνω της κάτι σαν ψέμα,
έδειχνε να στερείται γνησιότητας και μιας κάποιας ευγένειας.
Τα κορίτσια μασούσαν τσίχλες, με μαύρα νύχια (οι
περισσότερες), κρατούσαν πλαστικά ποτήρια με κρύους καφέδες, έβγαζαν διάφορες
φωτογραφίες με τα κινητά τους, παίρνοντας τις ανάλογες πόζες και διαλέγοντας τα
ανάλογα σκηνοθετικά ντεκόρ. Από τη μία, η εικόνα της επίπλαστης
επαναστατικότητας, της δήθεν αμφισβήτησης των κοινωνικών δομών και από την άλλη
η εικόνα της αυταρέσκειας. Γεννημένοι «επαναστάτες» , ετούτοι οι γόνοι των
αστικών και μικροαστικών οικογενειών, μύριζαν από μακριά τακτοποίηση και λεφτά.
Η σκηνοθετική ευαισθησία διέκρινε τον «φιλοκομφορμισμό» πίσω από τα τατουάζ και
τα μαύρα νύχια. Αναστέναξε και σκέφτηκε τον τίτλο της επόμενης ταινίας του:
«Δερματοστιξίες».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου