μ΄ένα ποτήρι κενό
μες στους καπνούς
και στη μιζέρια
λες και τα πατήματα
σέρνουν τα άχραντα
όνειρα,
με στοχασμό αναπολούσε
το άλλο του μισό,
τα χέρια του απλώνει
στην αγκαλιά του
να βρεθεί.
σκεφτότανε,
κάτι τέτοιες νύχτες
σε πυρπολούν τα όνειρα
σκαρώνοντας σενάρια,
ποιος θα τολμήσει πρώτος
να παραβιάσει τα σύνορα
στο πέρασμα του χρόνου
οι θύμισες το εφικτό
και το ανέφικτο μια τους
ένωνε μια τους χώριζε
και στου πάθος την ανακύκλωση
κάτι του διέφευγε,
όταν μιλούσαν μόνο
με τα μάτια.
του έδωσε την αγάπη της
το φως της,
γιατί τον αγάπησε βαθιά
κι απέραντα,
ίσως γιατί την μεθούσαν
οι γαλάζιοι μενεξέδες
του αγρού,
ίσως , γιατί οι μοναχικές
νύχτες ήταν ατέλειωτες
μακριά του,
κι ενώ το κύμα έσπαζε
στα πόδια τους γύρισε
και κοίταξε τρυφερά
τα γαλανά μάτια του
και η ψυχή της μυστικός
κωδωνοκρούστης
σήμαινε τις καμπάνες
του όρθρου.
στο γλυκύτατο όραμα
των ουρανίων γάμων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου