Βυθίζομαι αργά στον ύπνο της ημέρας
δίχως όνειρο, δίχως καημό να υπάρξω.
Το σώμα φθαρτό και η ψυχή στεγνώνει
σβήνει ολοένα η αίσθηση του κόσμου.
Οι ώρες περνούν και πέφτει το βράδυ
αύριο ίσως δε θα μπορώ να λυπάμαι.
Περνούν καθώς την έρημο οι καμήλες
μέχρι το τέλος τίποτα δε θα μείνει.
Πηγές και μνήμες μου έξω από τον ύπνο
κι όλο το πάθος για τη γέννησή μου.
...
Είχαν στα μάτια τους μια ήρεμη αγωνία
τη σάρκα ρυτιδωμένη και σκληρή.
Καθισμένοι στις εξώπορτες μιλούσαν
την ώρα που η μέρα χάνει το φως της.
Ποιος μόχθος, ποια πανάρχαια ρίζα
μέσα στην εγκαρτέρηση!
Μηρυκάζοντας αργά τη σοφία του χόρτου
οι αγελάδες γυρνούσαν στους στάβλους
φορτωμένες τον γεμάτο μαστό τους.
Σηκώνονταν ευλαβικά και προσεύχονταν όλοι.
Τώρα τα σούρουπα είναι όλα χωρίς γείτονες
καμιά ευγνωμοσύνη και καμιά εγκαρτέρηση
ένας δε θα σπάσει με τη γροθιά το τραπέζι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου