Εγώ ειμί το φως το αληθινό,
Ο επιτοίχιος διακόπτης του μυαλού σας
Η αρσενική γωνία ενός ορθογώνιου τριγώνου
Η άμμος της πιο υγρής αβύσσου
Ο που μυρίζεται με αίμα των σωμάτων
Το ποιήμα του Εγώ
Καταληφθέν από το Αυτό
Ανάστροφα διπλώνεται στη στενή τσέπη του παντελονιού μου
Απεκδύομαι ορατών και αοράτων
Μεταίχμιο της νύχτας
Crack of the dawn
Μ' ένα στιλέτο δεκαεφτά εκατοστών
Κατέβηκα την πόλη ως το δέλτα της
Σχήματα από διαβήτη σε λευκά χαρτιά
Η αρχιτεκτονική μιας πόλης που ποτέ δεν υπήρξε
Μα είχε ναούς και μέγαρα
Λιμάνια και σταθμούς αποβίβασης
Οικοδομές και χαμόσπιτα
Σαν συλλογίζομαι ότι τόσο νέος τα έδωσα όλα
Σαν συλλογίζομαι ότι μου αρκεί ένα στιλέτο
Για να καταλάβω μια ολάκερη πολιτεία
Σαν συλλογίζομαι την πέτρα που σφίγγω στο αριστερό μου χέρι
Έτοιμος να πελεκήσω το πρώτο κρανίο που θα υποκλιθεί
Ω του θαύματος φυσάει αέρας απ' την κοιλάδα των κτηνών
Και οι ράγες του πιο φανταστικού τρένου φυτρώνουν με κατεύθυνση
Την πολιτεία που ποτέ δεν έχει υπάρξει
Μα σας βεβαιώνω πως κάτοικός της είμαι
Πολιτογραφημένος
Με δελτίο αστυνομικής ταυτότητας
Και διαβατήριο για τη διέλευση των συνόρων
Με γείσα καπέλων ψάθινων κι αθλητικών
Με παντελόνια που τα βράδια ξηλώνονται από ηδονή κι απελπισία
Απροσδιόριστος στον κόσμο
Απλανής μ' ανθρώπινη φωνή και δάκρυ
Στους λίθινους δρόμους
Μεταστοιχειωμένος εξ αμαρτίας προγονικής
Ατιμωτής γονέων, αδελφών και οίκου
Ως κυβερνήτης διατάζω
Σε διατάζω Τοκογλύφε
"Επέστρεψε το σμάλτο των σωμάτων που κατέθεσα
Τα αθώνα όνειρα δυο κοριτσιών που έγδαρα
Την υγρασία του ανθρώπινου προσώπου που στράγγιξα
Τον πόνο μου".
Σε διατάζω Δικαστή
"Εκτέλεσε τη διαθήκη, εκποιώντας την κληρονομιάς της εγγλέζικης τρούφας
Αυτής που φύλαξα για το πιο σημαντικό βράδυ της ζωής μου
Τρούφα σαμπάνια σοκολάτα από την πλατεία Picadilly
Δαγκωμένη απ' τα χείλια του image rose".
Σε διατάζω Δήμαρχε
"Πλαστογράφησε την ημερομηνία γέννησής μου
Αναθεώρησε το μητρώο αρρένων στο οποίο είμαι εγγεγραμμένος
Μετάφερε την οικογενειακή μου μερίδα στην πόλη που ποτέ δε θα υπάρξει
Και φώτισε με lumiere intense τους δημόσιους δρόμους της".
Σε διατάζω Θεέ
"Κατέβασέ με από τη ράχη του κτήνους που κουβάλησα
Σήμερα το πρωί, στα δόντια του σφηνωμένη, η παιδική μου ηλικία
Τ' απόγευμα της νιότης μου η μνήμη
Κι η νύχτα τρώγει την καμπούρα της ύπαρξής μου".
Κι ακούστηκε ο βρυχηθμός απ' το στόμα του λιονταριού
Που φυλάει το λιμάνι του
Κι ας μην ήταν ο Τοκογλύφος, ο Δικαστής, ο Δήμαρχος, ο Θεός
Κι ας μην ήταν η ζωή και η ζωή και η ζωή
Κι ας μην ήταν ούτε ένα αστέρι στο σκοτεινό ταβάνι του δωματίου
Κι ας μην ήταν τίποτα για σας
Για μένα
Για σένα
Ήταν μια ζωή συνοπτική και γεμάτη
Σαν τα επίκαιρα των κινηματογραφικών αιθουσών
Μια ψευδαίσθηση της γυναίκας
Που ξυπνά τον άντρα μες στη Φύση της
Όσο για το όνειρο, αυτό είναι παντού
Φυγαδευμένο σκοτεινό
Λιωμένο στις ράγες του τρένου που οδηγούν στην πολιτεία
Που ποτέ δεν υπήρξε
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου