Ήτανε
Πέμπτη 14 Αυγούστου του σωτηρίου έτους 2008. 2:18 μμ στην Πλατεία Κάνιγγος. Το
τρόλεϋ με τον αριθμό 3 κυλάει αργά μέχρι τη στάση. Ένα τσούρμο ανθρώπων
κατεβαίνει πατώντας τους άλλους που επιμένουν ν’ ανέβουν πριν αδειάσει το
τρόλεϋ. Ο οδηγός βρίσκει την ευκαιρία να μιλήσει στο κινητό.
-Έλα Σούλα, τι νέα από το παιδί;
Πέρασε στις εξετάσεις;… Πάάάλι; Άντε καλά. Τα λέμε του βράδυ.
Καπάκι χτυπάει πάλι το κινητό.
Κλείνει την πόρτα αφού όλοι οι βιαστικοί δια-αγκωνιστές έχουν κάτσει κι όσοι
δεν τα κατάφεραν τους κοιτάν λοξά και τους βρίζουν από μέσα τους.
-Ναι; Ναι; Ναι; Δεν ακούω καλά….
Αααα, εσύ είσαι;…. Τι; Κόλλησες; Πώς; Άντε πάλι… Και τώρα; Τι θα κάνεις; Καλά,
κλείσε θα σε πάρω εγώ αμέσως.
Ο οδηγός του τρόλεϋ κοιτάει από το
καθρεφτάκι αριστερά να δει αν έρχεται άλλο όχημα, κατεβαίνει στη μέση του
δρόμου, περνάει μπροστά από το σταματημένο τρόλεϋ και κατευθύνεται προς τη
χημική τουαλέτα που βρίσκεται πίσω από τη στάση. Ταυτόχρονα σχηματίζει ένα
νούμερο στο κινητό του. Όμως η τουαλέτα είναι κατειλημμένη. Οι επιβάτες τον
παρακολουθούν από τα παράθυρα σαν υπνωτισμένοι. Δεν μιλάει και δεν κουνιέται
κανείς. Μόνο μία φλύαρη κουτσομπολεύει τη γειτόνισσά της στην ξαδέρφη της που
μόλις ήρθε από το χωριό:
- Που λες, Βιβή μου, δεν ξέρεις τι
τραβάω με τη βρωμιάρα που έχω μπλέξει. Οι κατσαρίδες θα μας φάνε! της λέω. Όμως
εκείνη, τίποτα. Έχει βγάλει όλο το νοικοκυριό της σε κούτες, εδώ και τρία
χρόνια, στα σκαλιά της πολυκατοικίας, λες και πρόκειται να μετακομίσει. Τι
περιμένεις παιδί μου; Πώς να κρατήσεις άντρα έτσι; Γι’ αυτό της έφυγε ο
μακαρίτης. Πήγε στη Γερμανία μετανάστης, τον πάτησε ένα τραίνο και ησύχασε. Στη
νεκροψία είπανε ότι ήτανε μεθυσμένος. Και πώς να μην είναι; Έπινε για να
ξεχάσει!
Ο οδηγός του τρόλεϋ είναι ακόμα
μπροστά στην κατειλημμένη χημική τουαλέτα, μόνο που αυτή τη φορά δεν μιλάει στο
κινητό, αλλά τρώει λαίμαργα ένα σουβλάκι με διπλό γύρο, πατάτες, κρεμμύδι και
τζατζίκι.
Κάποιοι επιβάτες αρχίζουν ν’
ανησυχούν και να μιλάνε μεταξύ τους. Μία κυρία, από τους οικολόγους, παίρνει το
μέρος του:
-
Τι
να σου κάνει ο άνθρωπος; Όλη την ημέρα στους δρόμους. Δεν θα φάει; Δεν θα
ενεργηθεί;
Ο οδηγός δεν έχει ακόμα τελειώσει το χορταστικό σουβλάκι,
όταν
ανοίγει
η πόρτα της χημικής τουαλέτας και βγαίνει μία έντονη βαμμένη Ουκρανή με πολύ
κοντή φούστα, κόκκινο της φωτιάς.
-
Άντε
κυρά μου, τι κάνεις τόση ώρα; Πενήντα άνθρωποι περιμένουμε.
Εκείνη φεύγει χωρίς να του ρίξει ούτε μία ματιά, σα να
μην άκουσε. Ή
σα να
μην καταλαβαίνει τα ελληνικά. Κι ενόσω ο οδηγός προσπαθεί να κρατήσει ανοικτή την
πόρτα, και να φάει τα τελευταία κομμάτια από το σουβλάκι, χτυπάει πάλι το
κινητό του. Απαντάει όπως-όπως, και το πρόσωπό του συννεφιάζει. Κιτρινίζει
ολόκληρος, χοντρές στάλες ιδρώτα ξεφυτρώνουν από το μέτωπό του, κάνει μισή
στροφή γύρω από τον εαυτό του και πέφτει ανάσκελα στο λεκιασμένο από τα
αποτσίγαρα και τα υπολείμματα σπανακοπιτών, τυροπιτών και παγωτών πεζοδρόμιο.
Κανείς δεν κινείται προς το μέρος του. Οι επιβάτες τον κοιτάνε σαν
υπνωτισμένοι. Περνούν λίγα λεπτά, και ξαφνικά μία επιβάτις παχουλή, που της
έχει λυθεί η μία καλτσοδέτα, παθαίνει κρίση κλειστοφοβίας κι αρχίζει να
ουρλιάζει:
-Θέλω να φύγω! Βγάλτε με από ᾽δω μέσα! Δεν μπορώ ν’ ανασάνω!
Δεν μπορώ ν’ ανασάνω, σας λέω.
Και πέφτει λιπόθυμη στον ώμο του διπλανού της που
κοιμότανε, και την απωθεί μηχανικά, ενοχλημένος.
Δεν κινείται κανείς. Περνούν λίγα
ατέλειωτα λεπτά. Τελικά η οικολόγος αποφασίζει να δράσει, και καλεί την Άμεση
Δράση με το κινητό της. Πριν προλάβει όμως να πει τίποτα, ο οδηγός σηκώνεται,
σκουπίζει το πουκάμισό του από τα τζατζίκια, ισιώνει την τσάκιση του
παντελονιού του, περνάει μπροστά από το τρόλεϋ, κοιτάζει να δει αν έρχεται άλλο
όχημα, ανοίγει την πόρτα του οδηγού, κάθεται στη θέση του, κοιτάει από το
καθρεφτάκι τους επιβάτες, και το ηλεκτροκίνητο όχημα κυλάει επιτέλους μαλακά
στην οδό Ακαδημίας. Στην επόμενη στάση, σχεδόν όλοι κατεβαίνουν, εκτός από τον
κοιμισμένο και την αποσβολωμένη οικολόγο.
Άλλη μία συνηθισμένη μέρα στην Αθήνα
κυλάει ομαλά!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου