Όλα τα πήρε το καλοκαίρι
τ’ άγριο μαλλί σου στην τρικυμία το ραντεβού μας η ώρα μία
Όλα τα πήρε το καλοκαίρι
τα μαύρα μάτια σου το μαντίλι
την εκκλησούλα με το καντήλι
Όλα τα πήρε το καλοκαίρι
κι εμάς τους δύο χέρι με χέρι
Όλα τα πήρε το καλοκαίρι
με τα μισόλογα τα σβησμένα
τα καραβόπανα τα σχισμένα
Μες στις αφρόσκονες και τα φύκια
όλα τα πήρε τα πήγε πέρα
τους όρκους που έτρεμαν στον αέρα
Όλα τα πήρε το καλοκαίρι
κι εμάς τους δύο χέρι με χέρι.
Κρήτη, Κέρκυρα και Νιο
μορφονιά με μορφονιό
Σφίγγει η θάλασσα τον ουρανό
Ύδρα, Πάρο και Ψαρά
Και τον ήλιο για ψαρά
Και βαρκάρη τον αυγερινό
Καλοκαιράκι μου την αγαπώ
Μα το μεράκι μου πώς να το πω
Πες μου σ’ αγαπώ για να βγω
Με μια βάρκα θαλασσιά
Άστρο να σου βρω και σταυρό
Απ' τα δώδεκα νησιά
Ρόδο, Μύκονο και Τζια
Στου Ονείρου τα νησιά
Μες του πελάγου την αγκαλιά
Σύρο, Νάξο κι Αμοργό
Τρεχαντήρι μου γοργό
Παίρνει αγέρας τα ξανθά μαλλιά
Καλοκαιράκι μου την αγαπώ
Μα το μεράκι μου πώς να το πω
Πες μου σ’ αγαπώ για να βγω
Με μια βάρκα θαλασσιά
Άστρο να σου βρω και σταυρό
Απ' τα δώδεκα νησιά
Πες μου σ’ αγαπώ για να βγω
Με μια βάρκα θαλασσιά
Άστρο να σου βρω και σταυρό
Απ' τα δώδεκα νησιά
Έλα και πάρε μ' απ' το χέρι
απόψε που σε νοσταλγώ,
μι' αγάπη για το καλοκαίρι
δεν ήμουν, μάτια μου, εγώ,
μι' αγάπη για το καλοκαίρι
δεν ήμουν, μάτια μου, εγώ.
Ούλα χαλάλιν σου μικρό μου,
όπου με πας θ' ακολουθώ,
σ' ονειρεμένα ακρογιάλια
τίποτα δεν θα σ' αρνηθώ,
σ' ονειρεμένα ακρογιάλια
τίποτα δεν θα σου αρνηθώ.
Έλα στης Πλάκας τ' ανηφόρι,
σχολείο και απανεμιά,
μην κάνεις το σκληρό αγόρι,
εγώ δεν μοιάζω με καμμιά,
μην κάνεις το σκληρό αγόρι,
εγώ δεν μοιάζω με καμμιά.
Κύμα το κύμα, νέο κύμα,
κοίτα πως τρέχει η ζωή,
άσπρα καράβια τα όνειρά μας και το τραγούδι αναπνοή.
Έλα να πάμε στα ουράνια
απόψε που σε νοσταλγώ,
στις Εσπερίδες, στα Παντάνια
κι ας' το τραγούδι οδηγό,
στις Εσπερίδες, στα Παντάνια
κι ας' το τραγούδι οδηγό.
Σαν συννεφούλα που γυρίζει
μες στου μυαλού μας το κενό,
ας' την αγάπη να δροσίζει
φεγγάρι, γη και ουρανό,
ας' την αγάπη να δροσίζει
φεγγάρι, γη και ουρανό.
Θα τραγουδώ μόνο για σένα,
θα σου χαρίζω την καρδιά,
όσο θα ζεις εσύ για μένα
δεν θα τελειώνει η βραδιά,
όσο θα ζεις εσύ για μένα
δεν θα τελειώνει η βραδιά.
Κύμα το κύμα, νέο κύμα,
κοίτα πως τρέχει η ζωή,
άσπρα καράβια τα όνειρά μας και το τραγούδι αναπνοή.
Μια αγάπη για το καλοκαίρι
θα 'μαι κι εγώ
να σου κρατώ δροσιά στο χέρι
να σε φιλώ.
Θα μ' αγαπάς σαν καλοκαίρι
και σαν παιδί,
μα θα μου φύγεις με τ' αγέρι
και τη βροχή.
Μια αγάπη για το καλοκαίρι
θα 'μαι κι εγώ
να σου κρατώ δροσιά στο χέρι
να σε φιλώ.
Και σαν θα 'ρθει το καλοκαίρι
και σε ζητώ
θα μείνει μόνο έν' αστέρι
να το κοιτώ.
Ο Πουνέντες ψιθυρίζει τ' όνομά σου
σ' ένα δάσος με κατάρτια καϊκιών,
κι ένας ήλιος ζωγραφίζει την καρδιά σου,
να 'σαι Ισμήνη η θεά των χαλικιών,
να 'σαι Ισμήνη η θεά των χαλικιών.
Θάλασσα-θάλασσα, γυμνό κορμί μου, Πουνέντε η ανάσα σου μες στη ζωή μου.
Ο Ιούλης σου γελά μες στο ποτήρι
είσαι θαύμα, ένα όνειρο ξανθό,
να 'χα στόμα να σου πιω όλη τη γύρη
κι ας χαθώ μες στων ματιών σου το βυθό,
κι ας χαθώ μες στων ματιών σου το βυθό.
Θάλασσα-θάλασσα, γυμνό κορμί μου,
Πουνέντε η ανάσα σου μες στη ζωή μου.
Έχω ένα σπίτι στο γιαλό
Που 'χει σκεπή τον ουρανό
Τα παραθύρια αγνάντευα
Στις θάλασσας τα πλάτη
Έχει τις πόρτες ανοιχτές
Περβόλι με τριανταφυλλιές
Κοχύλια στο κατώφλι του
Στα θέμελά του αλάτι
Κι αν κουραστείς αγάπη μου
Και 'ρθεις να ξαποστάσεις
Πάρε τη στράτα ακρογιαλιά
Στο σπίτι μου να φτάσεις
Στο σπίτι κάτω στο γιαλό
Πού ΄χει σκεπή τον ουρανό
Άσπρα καράβια τα όνειρά μας
για κάποιο ρόδινο γιαλό,
άσπρα καράβια τα όνειρά μας.
Θα κόβουν δρόμο κι ένα δρόμο
μυριστικό κι ευωδιαστό,
θα κόβουν δρόμο κι ένα δρόμο.
Κι από ψηλά θα μας φωτίζει
το φεγγαράκι το χλωμό
κι από ψηλά θα μας φωτίζει.
Και θ' αρμενίζουν, ω χαρά μας,
ίσα στο ρόδινο γιαλό,
άσπρα καράβια τα όνειρά μας.
Τώρα είναι καλοκαίρι! Κόβω την πλήξη με μαχαίρι
Παίρνω τον ήλιο από το χέρι
Πάω σε μυστικές ακρογιαλιές
Σε μυρωμένα μέρη
Τέτοια που μόνο η ψυχή μου ξέρει
Ηχεί τζιτζίκισμα καλοκαιριού
Μεθώ με φως μεσημεριού
Πάω στο άγνωρο το μυστικό
Σ’ απόκρυφη ακτή να κολυμπώ
Σε ρόδινες αστραφτερές
Ανταύγειες του δειλινού
Νίβω χαρά το πρόσωπό μου
Σβήνω τη μέσα μου σκιά
Ο έρωτας φωτιά
Να καίει το μυαλό μου
Μ’ όρτσα ψυχή μ’ όρτσα πανιά
Βουτιά μες στ’ όνειρό μου
Τι λες; Έρχεσαι και συ μαζί μου;
Κι αν δεν τα θες, να σε χαρώ
Τις μυστικές ακρογιαλιές
Τα μυρωμένα μέρη
Σε πάω ως τον ουρανό
Στου έρωτα τ’ αστέρι
Κάθε φορά που είμαι βαθιά μες στο πηγάδι
Έρχεσαι εσύ και μου πετάς ένα σχοινί
Με βγάζεις έξω, με φιλάς και μ’ ένα χάδι
Αλλάζει ο κόσμος κι ανατρέπεται η σκηνή
Αλλάζει ο κόσμος κι ανατρέπεται η σκηνή
Είμαι δικός σου
Στο μαγικό σου το βυθό ο στρατηγός σου
Κι είσαι δικιά μου
Παραμυθένια αλλοτινή βασίλισσά μου
Κι είμαι δικός σου
Στο μαγικό σου το βυθό ο στρατηγός σου
Κι είσαι δικιά μου
Παραμυθένια αλλοτινή βασίλισσά μου
Μάγισσα που σηκώνεις τον τοίχο και με κλείνεις
Έξω απ’ τον κόσμο μακριά απ’ τη ζωή
Φυλακισμένο με κρατάς χωρίς να δίνεις
Ούτε απάντηση μα ούτε και κλειδί
Ούτε απάντηση μα ούτε και κλειδί
Είμαι δικός σου
Στο μαγικό σου το βυθό ο στρατηγός σου
Κι είσαι δικιά μου
Παραμυθένια αλλοτινή βασίλισσά μου
Κι είμαι δικός σου
Στο μαγικό σου το βυθό ο στρατηγός σου
Κι είσαι δικιά μου
Παραμυθένια αλλοτινή βασίλισσά μου
Μες στη βροχή μονάχος, κανένας δε μ’ αγγίζει
Κι όλα στο τέλος κάθε σκέψης σκοτεινά
Το ξέρω ο χρόνος πια ανάποδα γυρίζει
Αυτός ο δρόμος δε με βγάζει πουθενά
Αυτός ο δρόμος δε με βγάζει πουθενά
Σαν παιδί που του κλείσανε το στόμα
θέλω να 'ρθεις και να μου το πεις,
πως υπάρχω κάπου ακόμα,
πως η αγάπη μας δεν είναι της στιγμής,
πως η αγάπη μας δεν είναι της στιγμής.
Σαν φεγγάρι που το κλείδωσε η μοίρα
μέσα σ' έναν πίνακα φτηνό,
νιώθω μετά απ' το μήνυμα που πήρα
πως μ' αφήνεις για ένα φίλο μου παλιό,
πως μ' αφήνεις για ένα φίλο μου παλιό.
Σαν μια μπόρα που δε λέει να σταματήσει
είσαι τώρα μεσ' στο στήθος μου λυγμός,
σαν τραγούδι που τελειώνει πριν αρχίσει
είναι τώρα αυτός εδώ ο χωρισμός,
είναι τώρα αυτός εδώ ο χωρισμός.
Σαν φεγγάρι που το κλείδωσε η μοίρα
μέσα σ' έναν πίνακα φτηνό,
νιώθω μετά απ' το μήνυμα που πήρα
πως μ' αφήνεις για ένα φίλο μου παλιό,
πως μ' αφήνεις για ένα φίλο μου παλιό
Στον ύπνο μου απόψε είδα πάλι
πως ήμουνα λέει σοφός
οι άνθρωποι γύρω χορτάτοι
κοιτούσαν και βλέπανε πως
κυλούσε γλυκά η ζωή τους
αφέντες κακό πουθενά
χιλιάδες παιδιά στα ποτάμια
ψαρεύανε φως στα νερά
Στον ύπνο μου απόψε είδα πάλι
πως ήμουνα λέει σωστός
πως δεν τραγουδούσα μονάχος
κι ο φόβος φευγάτος κι αυτός
δεν είχαν αξία τα λόγια
δεν είχε ο Ιούδας φιλιά
και το πιο περίεργο απ' όλα
φωλιά η βουλή για πουλιά
Στο δρόμο τον πιο δύσκολο ανταμώσαμε
που 'ναι λαχτάρα, καταπέλτης και βουνό
Στο δρόμο των συντρόφων μοναξιά
στο δρόμο που σε θέλει μες τον πόλεμο
Παλληκαρά στην ήττα, νίκη και πληγή
μέλι, βυζί, φλέβα και καρφί
γλάστρα σε χώρο φυλακής μες το χειμώνα
[Κι αφού τον περπατήσαμε τον δρόμο τον πιο δύσκολο
κι ήπιαμε την ψευδαίσθηση ως τελευταία γουλιά
γίναμε -άγνωστο γιατί, κι ήταν πρωί ακόμα-
οι πιο άσπονδοι εχθροί του εαυτού μας
Προς μεσημέρι, λιώνοντας σαν τα κεριά
μιας πλέον μάταιης λειτουργιάς
σηκώσαμε λευκό ανακωχής
την ώρα που οι βυζαντινοί μες τ' άμφια τους τα ζόρικα
ψέλνοντας ύμνους μυστικούς
αναζητούσαν το κακό σε διεθνείς συνωμοσίες
και στα τραγούδια μας τα ροκ
Πάνω στα ξύλα της πυράς, πιστοί πάντα στη ρώτα μας
έτοιμοι να καούμε όλοι μας
χωρίς ελπίδα επαφής με θαύμα
εδώ, στα Εξάρχεια
ήχος γλυκός ακούστηκε, η υποψία του Θεού
κάποιοι από μας το γιόρταζαν]
Στο δρόμο τον πιο δύσκολο ανταμώσαμε
που 'ναι λαχτάρα, καταπέλτης και βουνό
Στο δρόμο των συντρόφων μοναξιά
στο δρόμο που σε θέλει μες τον πόλεμο
Παλληκαρά στην ήττα, νίκη και πληγή
μέλι, βυζί, φλέβα και καρφί
γλάστρα σε χώρο φυλακής μες το χειμώνα
Εν μέσω λογισμών και παραλογισμών άρχισε κι η βροχή να λιώνει τα μεσάνυχτα μ’ αυτόν τον πάντα νικημένο ήχο σι, σι, σι. Ήχος συρτός, συλλογιστός, συνέρημος, ήχος κανονικός, κανονικής βροχής.
Όμως ο παραλογισμός άλλη γραφή κι άλλην ανάγνωση μού’ μαθε για τους ήχους. Κι όλη τη νύχτα ακούω και διαβάζω τη βροχή, σίγμα πλάι σε γιώτα, γιώτα κοντά στο σίγμα, κρυστάλλινα ψηφία που τσουγκρίζουν και μουρμουρίζουν ένα εσύ, εσύ, εσύ.
Και κάθε σταγόνα κι ένα εσύ, όλη τη νύχτα ο ίδιος παρεξηγημένος ήχος, αξημέρωτος ήχος, αξημέρωτη ανάγκη εσύ, βραδύγλωσση βροχή, σαν πρόθεση ναυαγισμένη κάτι μακρύ να διηγηθεί και λέει μόνο εσύ, εσύ, εσύ, νοσταλγία δισύλλαβη, ένταση μονολεκτική, το ένα εσύ σαν μνήμη, το άλλο σαν μομφή και σαν μοιρολατρία, τόση βροχή για μια απουσία, τόση αγρύπνια για μια λέξη, πολύ με ζάλισε απόψε η βροχή μ’ αυτή της τη μεροληψία όλο εσύ, εσύ, εσύ, σαν όλα τ’ άλλα νά’ ναι αμελητέα και μόνο εσύ, εσύ, εσύ.
Χαρούμενοι γιατί είχαμε βρεθεί ξανά κυλιστήκαμε γελώντας ξανά και ξανά πάνω στο μεγάλο κρεβάτι. Η χαρά δεν ήταν υπό την στενή έννοια ερωτική - ούτε στενή υπό καμία έννοια. Ήταν
που όλα τα εμπόδια, κάθε φραγμός, της ιστορίας, της μαθημένης αβεβαιότητας, ο λάθος τόπος και η λάθος στιγμή,
βυθίστηκαν χάθηκαν. Ήταν η χαρά
δύο ποταμών που συναντήθηκαν στα βάθη της θάλασσας.
Μου επιτρέπεις; Να γκρινιάξω σαν κακομαθημένο νήπιο Να κλαψουρίσω σαν καταπονημένη λεχώνα Να ξινίσω τα μούτρα μου σαν στραπατσαρισμένη γεροντοκόρη Να μην αυτοελεγχθώ Να μην αναστοχαστώ Να μην διαχειριστώ τις άγριες ιδέες μου Να μην σηκωθώ να προσφέρω την καρέκλα μου σε καμιά γηραιά Ωριμότητα Να μην είμαι αντικειμενική σε ξένες αλήθειες Να βουτάω στην αμαρτία και συγχρόνως ως αναμάρτητη, να λιθοβολώ;
Μου επιτρέπεις; Να ανοίξω τα συμπλεγματικά, μαύρα φτερά των άγριων ενστίκτων μου, έξω; Μου επιτρέπεις; …ε;… μου επιτρέπεις;
Πώς αλλιώς, περιμένεις να τα λευκάνω αν δεν τ’ απλώσω στον ήλιο της ταράτσας;
"Ήρθε ο Θωμάς στο χωριό και μου είπε για τα τέσσερα νεκρά. Του Θανάση
Κότση, λέει, του 'χε πάρει η ριπή όλο το πίσω του κεφαλιού. Ο Θωμάς κι
εγώ το πήραμε απόφαση. Απόψε φεύγουμε για την Ελλάδα. Πού πηγαίνουμε;
Στην πατρίδα, λέω 'γω. Στο χαμό, λέει o Θωμάς και γελάει.” Έτσι αρχίζει η
κολασμένη κάθοδος τριών βορειοηπειρωτών προσφύγων "απ' το χιόνι" ως το
βυθό της Ομόνοιας. Εκεί, θα βρεθούν αντιμέτωποι με την πείνα, την
εξαέρωση του οράματος, τα πρώτα συμπτώματα ενός εκκολαπτόμενου -και
ανομολόγητου-ρατσισμού των σύγχρονων Αθηναίων. Όταν ο Θωμάς θα βρει έναν
εντελώς άκαιρο και παράλογο θάνατο στο γιαπί άλλης μιας "φονικής"
πολυκατοικίας, ο αφηγητής θ' αποφασίσει να επιστρέψει στο χιόνι, εκεί
όπου -τουλάχιστον τα όνειρα διατηρούνται... Η τίμια, "ψυχρή", σχεδόν
ντοκιμαντερίστικη ματιά του σκηνοθέτη πάνω σ’ αυτό το οξύ κοινωνικό
πρόβλημα δεν αποτρέπει τη συγκίνηση του θεατή - αυτό αποτελεί, ίσως, το
σημαντικότερο επίτευγμα της ταινίας. Ένας κινηματογράφος αψύς, που
αποφεύγει τους σκοπέλους του εντυπωσιακού νατουραλισμού, και μια
ανθρωπιστική προσέγγιση, που δεν προστρέχει σε κραυγαλέα κηρύγματα. Οι
αδρές ερμηνείες των δύο πρωταγωνιστών προσθέτουν ένα ακόμα πλεονέκτημα
στο τελικό αποτέλεσμα.
βραβεύτηκε στο φεστιβάλ Θεσσαλονίκης 1993 με τα βραβεία καλύτερης ταινίας, σεναρίου, φωτογραφίας και ως καλύτερη ταινία από τη Διεθνή ένωση κριτικών κινηματογράφου (FIPRESCI)
==============================================
=============================================
=============================================
=============================================
=============================================
============================================
Μπήκα στην ποίηση Όπως μπαίνουν σε μία αντιπαράθεση Κόντρα στους κύκλους της υποτέλειας
Στην υπερεκλεπτυσμένη καταπίεση Σύγχρονη και από τα μέσα κατευθυνόμενη Που η κυρίαρχη σκέψη ασκεί
Μπήκα στην ποίηση Όπως μπαίνουνε στην αντίσταση Κόντρα στην άρνηση της αξιοπρέπειας Στους φτωχότερους της ανθρωπότητας Στη νομιμοποίηση μηχανισμών γενοκτονίας Για να τραφεί το κοινό με θέαμα
Μπήκα στην ποίηση Όπως μπαίνουνε στην εξέγερση Της μνήμης τον θρήνο να πω Του αποκλεισμoύ το όνειδος Την καθημερινότητα στο περιθώριο Βαθιά πόσο είναι η περιφρόνηση
Μπήκα στην ποίηση Όπως παίρνουν το δρόμο της μετανάστευσης Να αμφισβητήσω τις αλυσίδες της μοίρας Να εκτοπίσω τις βεβαιότητες Της ιστορίας ξανά να δέσω το νήμα Με την εγρήγορση για την έγερση...
Ό,τι δεν ανήκει στο στράτευμα αλλά απλώς, στις δυνάμεις της εκστρατείας συντάσσεται, Από ενθουσιασμό το κάνει… Είτε για επικουρία είτε για την προοπτική της λεηλασίας.
Αν σε «Ελευθερία ή Θάνατο» πιστεύεις στοιχίζεσαι με τους πολεμιστές και μέχρι θανάτου αγωνίζεσαι, στην πρώτη γραμμή… Αλλιώς, το εξημερωμένο άτι σου σύρε σε μια γωνιά και τάιζέ το με μπιμπερό… Να’ χει η χωρίς αναπαμό μετάνοιά σου πού την κεφαλή κλίναι…
"Είχα μάθει να γεμίζω, με μια τάξη/ ανέκαθεν τα όνειρα, ξεγελούσαν/ αλλά
και μια φτηνή, επιλεγμένη πραγματικότητα/ ασπαζόμουν σαν θρησκεία, μια
αλλαγή/ ένα κατέβασμα, μέχρι την κόλαση/ και πάλι ψηλά, στα ίδια
σύννεφα/ ένα σύννεφο ο ορίζοντας/ στο γκρίζο, περίτεχνα πλεγμένος/
παγιδεύτηκα στις διαπιστώσεις/ ερωτεύτηκα τη σκιά σου, βαθιά έμενε
χαραγμένη/ δεν μιλούσε, δεν ζητούσε, μόνο έδινε/ τα χρόνια παράξενα/ οι
άνθρωποι έκλειναν δίπλα, τόσο κοντά/ μα πάντα φεύγαν, απομακρύνονταν/
κενό μοιρασμένο, σε διαμερίσματα/ μεγάλωνε την ανασφάλεια/ είσαι δίπλα,
είμαι δίπλα, τόσο ξένοι/ κι όμως η τύχη, μας έφερνε κοντά/ όχι για να
χαθούμε, όχι να κρατούμε το κάτι/ αναγκαία μια συνάντηση, σαν
ξεκαθάρισμα/ ένας δρόμος αδιέξοδο, ο τόπος μας/ η ώρα καθορισμένη, λίγα
λόγια ταυτότητα/ ένα άγγιγμα καθαρό, σαν χαμόγελο/ και μετά; θα το δούμε
μοιραία."
Σκέφτηκα τι έφταιγε/ ίσως η βροχή, όσο έκρυβε ένα παράδεισο γιορτή/ μετά
φώναξα/ όσο χρειάζονταν, να σκοτώσω το τελευταίο σύννεφο σιωπή/ έπειτα,
έτρεξε ηρεμία/ αναγκαία ξεκούραση σε κάθε ένταση πλανευτή/ μια
παράσταση έπαιρνε τέλος και έδινε χειροκρότημα ζωή/ ένα σανίδι φαγωμένο,
ξηλωμένο / αναγκαίο πέρασμα/ μέχρι να σβήσει, το τελευταίο φως επαφή."
"Ένα άγγιγμα, μια ταραχή/ ένα ξέσπασμα, διδαχή/ απλώνω πάλι, την καρδιά
μου/ να δέσει, με την εικόνα σου/ και επανέρχεται, κρατώντας μόνο
χρώματα/ νότες και αρώματα/ έτσι γεννιέται η αιωνιότητα/ έτσι αλήθεια
γεννιέται/ όσο και αν το αρνείσαι/ κρατώντας μισοτελειωμένο, ένα όνειρο/
ή μια κατάσταση να φωνάζει/ δεν πάει άλλο/ τρέχοντας, πατώντας τα
τριαντάφυλλα/ όσα στολίζουν τη μέρα σου."
Φόνευε στις γωνιές των δρόμων με λόγχες από ματωμένες ματιές Αφαίρεσε στο τέλος τις αισθήσεις της ανησυχίας όπως ο εκδορέας το τομάρι από λαμπριάτικο αρνί
και η στοργή συγκρατημένη ηδονή είναι
Δεξιά του δρόμου έστεκαν παγοκολόνες από τρεμάμενα πρωινά κι αριστερά ήταν καρφωμένοι κατακλυσμοί συσκευασμένοι σε τελάρα ματαιοδοξίας
Όταν κοκκινίζουν οι ώρες κάποιος σουβλίζει τις στιγμές τους
Πέρασε το φορτηγό ψυγείο μετέφερε τα φρεσκοσφαγμένα όνειρα των νεαρών γυναικών και τα εντόσθια ψευδαισθήσεων των κουρασμένων ανδρών
Μουσική
Χάουαρντ Σορ
Τραγούδι (Into the West)
Άννι Λένοξ
Ο Άρχοντας των Δαχτυλιδιών: Η Επιστροφή του Βασιλιά (The Lord of the Rings: The Return of the King) είναι αμερικανική περιπετειώδης ταινία φαντασίας παραγωγής 2003. Βασίζεται στο τρίτο βιβλίο της τριλογίας Ο Άρχοντας των Δαχτυλιδιών του Τζ. Ρ. Ρ. Τόλκιν και είναι η τελευταία ταινία της τριλογίας μετά από τις Η Συντροφιά του Δαχτυλιδιού και Οι Δύο Πύργοι.
Καθώς ο Σάουρον κάνει την υπέρτατη προσπάθεια να κατακτήσει την Μέση Γη,
ο Γκάνταλφ με τον Βασιλιά του Ρόχαν, Θέοντεν, επιστρατεύουν τις
δυνάμεις τους για να υπερασπιστούν την πρωτεύουσα της Γκόντορ, Μίνας
Τίριθ. Ο Άραγκορν διεκδικεί τον θρόνο της Γκόντορ και καλεί έναν στρατό
από φαντάσματα να τον βοηθήσουν να νικήσει. Έτσι μένει ο Φρόντο και ο
Σαμ να κουβαλήσουν το βαρύ φορτίο του Δαχτυλιδιού και να αντιμετωπίσουν
το Γκόλουμ.
Μετά από ένα μεγάλο ταξίδι φτάνουν στη Μόρντορ και προσπαθούν να
καταστρέψουν το Δαχτυλίδι στο μόνο μέρος που μπορεί να καταστραφεί, στο
Βουνό του Χαμού.
Η ταινία έκανε παγκόσμια πρεμιέρα στις 17 Δεκεμβρίου 2003,
κέρδισε εξαιρετικές κριτικές από την πλειοψηφία των κριτικών και είναι
μία από τις πιο επιτυχημένες εμπορικά ταινίες όλων των εποχών. Σάρωσε
και τα 11 βραβεία Όσκαρ για τα οποία ήταν υποψήφια, συμπεριλαμβανομένου του Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας, το οποίο διεκδίκησαν και οι δύο προηγούμενες ταινίες της σειράς, ισοφαρίζοντας το ρεκόρ του Τιτανικού. Είναι η πρώτη ταινία φαντασίας που κερδίζει Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας καθώς και η πρώτη που το κερδίζει με το τρίτο μέρος.
Η ταινία συνεχίζει από εκεί που σταμάτησε Η Συντροφιά του Δαχτυλιδιού . Ο Φρόντο και ο Σαμ συνεχίζουν το ταξίδι τους για να καταστρέψουν το Ένα Δαχτυλίδι στην Μόρντορ και γνωρίζουν τον Γκόλουμ,
τον προηγούμενο ιδιοκτήτη του Δαχτυλιδιού. Οι Άραγκορν, Λέγκολας και
Γκίμλι συναντούν τον αναγεννημένο Γκάνταλφ και μαζί περνούν από το Ρόχαν
και πολεμούν στη Μάχη του Χελμς Ντιπ. Οι Μέρι και Πίπιν καταφέρνουν να
αποδράσουν από τους Ορκ, συναντούν τον Δεντρογένη και σχεδιάζουν να
επιτεθούν στο Άιζενγκαρντ.
Η ταινία "Οι Δύο Πύργοι" έλαβε θριαμβευτικά σχόλια από κοινό και
κριτικούς, έγινε τεράστια εισπρακτική επιτυχία και βραβεύτηκε με δύο Όσκαρ.
τα μουσικά κομμάτια της ταινίας
1. Foundations Of Stone
2. The Taming Of Smeagol
3. The Riders Of Rohan
4. The Passage Of The Marshes
5. The Uruk-hai
6. The King Of The Golden Hall
7. The Black Gate Is Closed
8. Evenstar
9. The White Rider
10. Treebeard
11. The Leave Taking
12. Helm's Deep
13. The Forbidden Pool
14. Breath Of Life
15. The Hornburg
16. Forth Eorlingas - featuring Ben Del Maestro
17. Isengard Unleashed
18. 744861056829Samwise The Brave
19. Gollum's Song - Emiliana Torrini
Μουσική: Χάουαρντ Σορ
το Τραγούδι: (May It Be): Ένια και η μουσική της 13ης παραγράφουν ξεχωρίζουν
Ο Άρχοντας των Δαχτυλιδιών: Η Συντροφιά του Δαχτυλιδιού (αγγλικά: The Lord of the Rings: The Fellowship of the Ring) είναι αμερικανική περιπετειώδης ταινία φαντασίας παραγωγής 2001. Βασίζεται στο πρώτο βιβλίο της σειράς Ο Άρχοντας των Δαχτυλιδιών του Τζ. Ρ. Ρ. Τόλκιν. Την σκηνοθεσία ανέλαβε ο Πίτερ Τζάκσον.
Τοποθετημένη στην Μέση Γη, η ιστορία δείχνει τον Σκοτεινό Άρχοντα Σάουρον να ψάχνει το Ένα Δαχτυλίδι, το οποίο τώρα βρίσκεται στην κατοχή του Φρόντο Μπάγκινς. Η μοίρα της Μέσης Γης κρέμεται από το Χόμπιτ Φρόντο και τους έξι συντρόφους που όλοι μαζί σχηματίζουν την Συντροφιά του Δαχτυλιδιού και ξεκινούν το ταξίδι για το Βουνό του Χαμού στη Μόρντορ, το μόνο μέρος όπου το δαχτυλίδι μπορεί να καταστραφεί.
Η ταινία κυκλοφόρησε στις 19 Δεκεμβρίου 2001 και έτυχε θερμής υποδοχής από κριτικούς και θαυμαστές των βιβλίων, με τους περισσότερους να υποστηρίζουν ότι πρόκειται για την πιο πιστή μεταφορά βιβλίου στον κινηματογράφο. Σάρωσε τα ταμεία όπου και αν προβλήθηκε και απέσπασε δεκάδες βραβεία και υποψηφιότητες, ανάμεσά τους και τέσσερα Όσκαρ.
1. The Prophecy
2. Concerning Hobbits
3. The Shadow Of The Past
4. The Treason Of Isengard
5. The Black Rider
6. At The Sign Of The Prancing Pony
7. A Knife In The Dark
8. Flight To The Ford
9. Many Meetings
10. The Council Of Elrond [featuring the song "Aniron (Theme For Aragorn And Arwen)" composed & performed by Enya]
Το δέρμα σου αποπνέει πια
πέρα από θάνατο
και ναφθαλίνη.
Κομμάτια ξέχωρα γκρίζα της λάσπης
όμοια ο ουρανός
με μια κίνηση ανεπαίσθητη
τα ξεκολλάς αργά
– εφόσον θέλεις.
Στο βάθος
τον ορίζοντα
σαν μια κλωστή
εύκολα τον αποξηλώνεις
τραβάς γλυκά
από τα αριστερά προς τα δεξιά
και αποκαλύπτεται
η ίδια απαράλλαχτη εικόνα.
Σαν εφιάλτης.
Βρέχει ο ουρανός λευκά σεντόνια.
Τα χέρια σου
ποδήλατα παρατημένα.
Νεκρομάζωξις. Φως πάνω στα μάρμαρα γυρνά στον εαυτό του και πάλι προς τα μάρμαρα. Στο κοιμητήριο τούτο δεν μιλάς με τους οικείους τους νεκρούς ούτε με τον εαυτό σου, ούτε καν περιφέρεσαι. Μετέωρος μισοφαίνεσαι στο ενδιάμεσο μαρμάρου και φωτός.
Δεν θα αφήσω να πέσει αυτό το δάκρυ. Δεν πρέπει να πέσει αυτό το δάκρυ. Θα το κανακέψω θα του τάξω λαγούς με πετραχήλια θα του υποσχεθώ τα μύρια όσα φτάνει να συγκρατηθεί να αφήσει τους παραλογισμούς και τις υστερίες. Μα τέλος πάντων ένα δάκρυ θα πρέπει να έχει και λίγη αξιοπρέπεια.
Ο Γιώργος ξυπνά απότομα από έναν εφιάλτη και σηκώνεται.
Δεν θα έπρεπε αλλά που να το ξέρει!
Δείχνει χάλια μετά το χθεσινοβραδινό μεθύσι και μια μικρή ατυχία, τον καθιστά λαχταριστό έρμαιο της ειρωνείας, στο μεγάλο παιχνίδι της ζωής…
01 ΕΙΣΑΓΩΓΗ (Ορχηστρικό)
02 ΚΥΡΙΕ ΤΩΝ ΔΥΝΑΜΕΩΝ (Γιάννης Κούτρας)
03 ΓΥΡΩ ΜΟΥ ΦΩΤΙΑ (Γιάννης Κούτρας)
04 ΜΙΛΑΓΕΣ (Γιάννης Κούτρας, Ελένη Βιτάλη)
05 ΠΟΥ 'Ν' Ο ΟΥΡΑΝΟΣ (Ελένη Βιτάλη, Γιάννης Κούτρας)
06 ΦΛΟΓΑ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ (Γιάννης Κούτρας, Ελένη Βιτάλη)
07 ΓΥΡΩ ΜΟΥ ΦΩΤΙΑ (Ελένη Βιτάλη, Γιάννης Κούτρας)
08 ΜΗΝ ΚΛΑΙΣ (Ελένη Βιτάλη)
09 ΚΥΡΙΕ ΤΩΝ ΔΥΝΑΜΕΩΝ (Γιάννης Κούτρας)
Εισαγωγή , Κύριε των δυνάμεων
Κύριε των Δυνάμεων, μεθ' ημών γενού, άλλον γαρ εκτός σου βοηθόν, εν θλίψεσιν ουκ έχομεν, Κύριε των Δυνάμεων, ελέησον ημάς.
Γύρω μου φωτιά, Μίλαγες, Πού ν΄ο ουρανός
Γύρω μου φωτιά
Γύρω μου φωτιά και απελπισία,
πρόσωπα βουβά μπρος στην αδικία,
γύρω μου φωνές που διψάνε ν' ακουστούν.
Όλα είναι καημός κι όλα είναι μιζέρια,
φίλοι κι αδερφοί στου χαμού τα χέρια,
νέοι αρχηγοί τους καθρέφτες προσκυνούν.
Δείχνουν νικητές κι είναι νικημένοι,
δείχνουν ζωντανοί κι είναι πεθαμένοι,
ξέφρενο χορό με το θάνατο αρχινούν.
Θέλω να χαθώ, θέλω και να ζήσω,
δύναμη δεν έχω πια ν' αγαπήσω,
όλες μου οι εκλογές σ' αδιέξοδο οδηγούν. ( χ2 )
Γύρω σου φωτιά και απελπισία.
Μίλαγες
Μίλαγες
και γω δεν άντεχα
την τόση αγάπη
μ΄έψαχνες
και γω κρυβόμουνα
στου νου την άκρη
Έκλαιγες
θάθελα να μην ακούω
την φωνή της δικαιοσύνης σου
πόναγες και έφευγα
να μην γνωρίζω
τον καρπό της δικαιοσύνης σου
Φώναζες και γω
δεν ακούω
πάλι μιλούσα
μούδειχνες και γω δεν
δεν έβλεπα
αλλού κοιτούσα
Έκλαιγες και θάθελα
να μην ακούω την φωνή της δικαιοσύνης σου
Κύριε των δυνάμεων .....
Πόναγες και έφευγα
να μην γνωρίσω
τον καρπό της δικαιοσύνης σου
πού ναι ο ουρανός
που ναι ο λυτρωμός
πού ναι η χαραυγή
πού ναι ο ουρανός
πούναι η χαραυγή
ψέματα ........
βλέπω νέα γη και ουρανό
βλέπω σαστισμένο το λαό
μπροστά στην λάμψη του βλέματός σου
βλέπω νέους δρόμους
και καιρούς
βλέπω αγαπημένους τους εχθρούς
να γονατίζουν
μπροστά στον ήλιο
που ναι ο λυτρωμός
πού ναι η χαραυγή
πού ναι ο ουρανός
πούναι η χαραυγή
Φλόγα της αγάπης, γύρω μου φωτια
φλόγα της αγάπης
ήρθες σαν ληγμός και στάθηκες μέσα στην ματιά μου
κι έγινες καημός τραγούδησες την μοναξιά μου
ήρθες σαν αετός και φώλιασες μέσα στην καρδιά μου
κι έγινες φωτιά και γέννησες τον έρωτά μου
φλόγα της αγάπης, την ψυχή μου ντύθηκες
μέσα μου πεθαίνεις μέσα μου γεννήθηκες
η αγκαλιά σου είναι θάνατος κι ανάσταση
μην κλαις, κύριε των δυνάμεων
μην κλαις
μην κλαις και μη μιλάς
να μ΄αγαπάς να μ΄αγαπάς
φωνή της σιγαλιάς
να μ΄αγαπάς, να μ΄αγαπάς
αν η καρδιά σου σου στενάζει κλειστή
κοίτα ο ουρανός αγκαλιάζει την γη
αν η φωνή σου δεν λέει ν΄ακουστεί
κοίτα η αγάπη μιλάει στην σιωπή
μην κλαις και μη μιλάς
να μ΄αγαπάς να μ΄αγαπάς
κραυγή της ερημιάς
να μ΄αγαπάς να μ΄αγαπάς
Κύριε των Δυνάμεων, μεθ' ημών γενού, άλλον γαρ εκτός σου βοηθόν, εν θλίψεσιν ουκ έχομεν, Κύριε των Δυνάμεων, ελέησον ημάς.
Βγήκανε τ’ άστρα
κι οι κοπέλες με τ’ άσπρα
κατεβαίνουν στην κάτω γειτονιά.
Τα παλληκάρια
παρατάνε τα ζάρια
κι ανταμώνουν στου δρόμου τη γωνιά.
Στου Παραδείσου τα μπουζούκια θα με πας,
κι αφού χορέψουμε και πάψει ο σαματάς
εφτά τραγούδια θα σου πω, για να διαλέξεις το σκοπό,
για να μου πεις, για να σου πω το “Σ’ αγαπώ”.
Ένα Σαββάτο Σαββάτο την αυγή
ξεκίνησε η κραυγή
απ' την Κερύνεια κι έφτασε
στον Πόντο και στη Σμύρνη
Ματώσανε οι θάλασσες
κι οι ουρανοί γεμίσαν
κόκκινα μισοφέγγαρα
πληγές που δεν εκλείσαν
Και ράγισαν τα μνήματα
τα δέντρα γονατίσαν
Χριστέ μου τόσα κρίματα
τα μάτια σου πώς τα 'δανε
και δεν τα σταματήσαν
κόκκινα μισοφέγγαρα
πληγές που δεν εκλείσαν
Κι αν όλοι τρέμουν σκάβοι μεσ’ στα χιόνια,
λεύτερη εγώ μεσ’ στ’ όνειρό μου κραίνω
τη γνώμη μου άφοβα και με άνθια ραίνω
το χώμα μου και νοιώθω χελιδόνια
να μου σπαθίζουν την καρδιά κι αηδόνια
να μου βαράν τη μέση. Απ’ το σκασμένο
φλούδι μου θριαμβικό χυμάει, ζεμένο
σε γέρανους, περδίκια, σπουργιτόνια
το ψίκι της κλεμένης Πριγκιπέσας.
Να, τους ανθούς μου ασώτεψα να διώξω
το φόβο από τις άνανθες κορφές σας,
ώ Φρόνιμοι, τανυώντας τ’ άγιο τόξο
της τρέλας. Τί αν μαδώ χλωμή στ’ αγιάζι;
Φέρνω το Μήνυμα και δε με νοιάζει!
Κάθε που κατάφερνε να επιβιώσει από οξέα και δηλητήρια και να ξεφεύγει από κατεργάρηδες και κατεχάρηδες, επέστρεφε εκεί απ’ όπου ξεκίνησε και ζητούσε περίθαλψη…
Νωχελικά, το νυσταγμένο εφτασφράγιστο Μυστικό, κουρασμένο από περατωμένες διαδρομές, ακούμπησε και πάλι, απελπισμένα, στο κατώφλι της καρδιάς και χτύπησε την πόρτα της, ξανά.
Κανένα μάνταλο δεν άνοιξε Κανένας σύρτης δεν τραβήχτηκε, από κανένα αυτί δεν αναγνωρίστηκε. Βλέπεις, Είχε βιαστεί να ξεπορτίσει πριν ακόμα μάθει να μιλά και δεν είχε προλάβει να ομολογήσει το ποιόν του όσο βρισκόταν στην αγκαλιά του δημιουργού Πότε επιτέλους, θα το παραδεχτεί, θα το αποδεχτεί θα το επιβραβεύσει για την επιτυχία της αποστολής του για να κοιμηθεί ήσυχο στην κούνια που το νανούρισε;
Κανένα σωσμένο Μυστικό δεν γαληνεύει αν δεν εξομολογηθεί κι αν δεν αποσπάσει την κηδεμονία από την καρδιά που το γέννησε…
"Σε περίμενα/ κάθισε και νιώσε τη σιωπή/ γέμισε ο κόσμος, με τη φασαρία
της/ αθόρυβα πνίγει, με την τελευταία σταγόνα της/ στα βάθη, το είναι
μας/ όμως η αγάπη μας επιμένει/ όσο έχει στρατόπεδα, πολλούς φρουρούς/
όσο τα πρέπει σκοτώνουν την καθημερινότητα/ κι ευρύχωρα απλώνονται/ όσο
τα ίσως, αυθαδιάζουν κάθε μέρα στον καθρέπτη μας/ μιλάς για θυσίες, για
αναστολές/ για ένα ευγενές περιθώριο/ σταμάτα πια/ ζήσε ότι αγαπάς ή
απλά σκότωσέ το/ μαζί θα το ταξιδέψουμε στο αύριο/ ή μαζί θα το πάμε, σε
μια εξαίσια κηδεία/ άλλωστε το ξέρεις, πάντα/ Σε περίμενα."
"Τότε κρατούσες το χέρι, τώρα το χαμόγελο/ όσο πιανόσουν στις λέξεις,
αγνάντευες μια ζωή/ συνέχεια περιμένει, συνέχεια αγωνίζεται/ σκοτώνεται
μαζί σου, για λίγη αγάπη/ όσο με στην καρδιά σινάφι, κάνουν παλιές
σκέψεις/ ένα σεργιάνι όνειρα κάθονται, μα τίποτα δεν λένε/ πατρίδα η
αγάπη, σύνορα έρωτα γινάτι/ αγκάθια και φράγματα, περνάνε/ και στην
καρδιά χτυπάνε, τσακίζονται/ ένα αδιέξοδο πέφτει, μια αγκαλιά απλώνεται/
κύματα και φουρτούνες, πάνε κι έρχονται/ μα μένα μου μιλούνε."
Το Ύψωμα 33 απέσπασε το Main Post award στο Διεθνές Φεστιβάλ του Wuerzburg, το Α΄ Βραβείο ταινίας μικρού μήκους (Κρατικά βραβεία ποιότητας 1998), Καλύτερης ταινίας μυθοπλασίας στο Φεστιβάλ Δράμας, Βραβείο Ε.Κ.Κ
Οι δείχτες κοκαλιάσανε κι αυτοί στην ίδια μέρα. Όλα αργούν πολύ να τελειώσουνε το βράδυ, όσο κι αν τρέχουν γρήγορα οι μέρες και τα χρόνια Έχει όμως κανείς τις διασκεδάσεις του, δεν μπορείς να πεις∙ απόψε λ.χ. σε τρία θέατρα πρεμιέρα. Εγώ,
συλλογίζομαι το γέρο συμβολαιογράφο του τελευταίου πατώματος, με το
σκοτωμένο γιο, που δεν τον είδα ούτε και σήμερα. Έχει μήνας να φανεί. Στο λιμάνι τα μπορντέλα παραγεμίσανε από το πλήρωμα των καινούργιων αντιτορπιλικών κι οι μάρκες πέφτουνε γραμμή.
Η θερμάστρα κουρασμένη τόσα χρόνια έμεινε πάλι φέτος σε μια τιμητική διαθεσιμότητα. «Το πολυαγαπημένο μας αγγελούδι, (εδώ θα μπει το όνομα, που για τώρα δεν έχει σημασία) ετών 8 κτλ. κτλ.» Στην οδό Αιγύπτου (πρώτη πάροδος δεξιά) τα κορίτσια κοκαλιασμένα περιμένανε από ώρα τον Ισπανό με τα τσιγαρόχαρτα. Κι εγώ ο
ίδιος δεν το πιστεύω αλλά προσπαθώ να σε πείσω οπωσδήποτε, πως αυτό το
πράγμα στη γωνιά ήτανε κάποτε σαν κι εσένα. Με πρόσωπο και με κεφάλι. Οσονούπω όμως, ας τ' ομολογήσουμε, ο καιρός διορθώνεται και να που στο διπλανό κέντρο άρχισαν κιόλας οι δοκιμές. Αύριο είναι Κυριακή.
Σιγά σιγά αδειάσανε οι δρόμοι και τα σπίτια, όμως ακόμη κάποιος έμεινε και τρέχει να προφτάσει Και ρυθμικά χτυπήσανε μια-μια οι ώρες κι ανοίξανε πόρτες και παράθυρα μ' εξαίσιες αποκεφαλισμένες μορφές Ύστερα ήρθανε τα λάβαρα, οι σημαίες κι οι φανφάρες κι οι τοίχοι γκρεμιστήκανε απ' τις άναρθρες κραυγές Πτώματα ακέφαλα χορεύανε τρελά και τρέχανε σα μεθυσμένα όταν βαρούσανε οι καμπάνες
Τότε, θυμάσαι, που μου λες: Ετέλειωσεν ο πόλεμος!
Όμως ο Πόλεμος δεν τέλειωσεν ακόμα. Γιατί κανένας πόλεμος δεν τέλειωσε ποτέ!
Από τη συλλογή Εποχές (1945) του Μανόλη Αναγνωστάκη
Εγώ είμαι,εγώ είμαι που χτυπάω την πόρτα σας.
Εδώ ή αλλού,χτυπάω όλες τις πόρτες
ω,μην τρομάζετε καθόλου που είμαι αθώρητη
κανένας μια μικρή νεκρή δεν μπορεί να δει.
Εδώ και δέκα χρόνια εδώ καθόμουνα
στη Χιροσίμα ο θάνατος με βρήκε
κι είμαι παιδί,τα εφτά δεν τα καλόκλεισα,
μα τα νεκρά παιδιά δε μεγαλώνουν.
Πήραν πρώτα φωτιά οι μακριές πλεξούδες μου
μου καήκανε τα χέρια και τα μάτια
όλη-όλη μια φουχτίτσα στάχτη απόμεινα
την πήρε ο άνεμος κι αυτή σ'ένα ουρανό συγνεφιασμένο.
Ω,μη θαρρείτε πως ζητάω για μένα τίποτα,
κανείς εμένα δε μπορεί να με γλυκάνει
τι το παιδί που σαν κομμάτι εφημερίδα κάηκε
δε μπορεί πια τις καραμέλες σας να φάει.
Εγώ είμαι που χτυπάω την πόρτα σας,ακούστε με,
φιλέψτε με μονάχα την υπογραφή σας
έτσι που τα παιδάκια πια να μη σκοτώνονται
και να μπορούν να τρώνε καραμέλες.
Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος
δεν θα πάψεις ούτε στιγμή ν' αγωνίζεσαι
για την ειρήνη και για το δίκιο.
Θα βγεις στους δρόμους , θα φωνάξεις
τα χείλη σου θα ματώσουν απ' τις φωνές
Το πρόσωπό σου θα ματώσει απ' τις σφαίρες
μα δε θα κάνεις ούτε βήμα πίσω.
Κάθε κραυγή σου θα ' ναι μια πετριά
στα τζάμια των πολεμοκάπηλων.
Κάθε χειρονομία σου θα 'ναι
για να γκρεμίζει την αδικία.
Δεν πρέπει ούτε στιγμή να υποχωρήσεις,
ούτε στιγμή να ξεχαστείς.
Είναι σκληρές οι μέρες που ζούμε.
Μια στιγμή αν ξεχαστείς,
αύριο οι άνθρωποι θα χάνονται
στη δίνη του πολέμου,
έτσι και σταματήσεις
για μια στιγμή να ονειρευτείς
εκατομμύρια ανθρώπινα όνειρα
θα γίνουν στάχτη απ' τις φωτιές.
Δεν έχεις καιρό, δεν έχεις καιρό για τον εαυτό σου
αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος.
Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος
μπορεί να χρειαστεί και να πεθάνεις
για να ζήσουν οι άλλοι.
Θα πρέπει να μπορείς να θυσιάζεσαι
ένα οποιοδήποτε πρωινό.
Αν θέλεις να λέγεσαι άνθρωπος
θα πρέπει να μπορείς να στέκεσαι
μπρος στα ντουφέκια!"
Γιε μου, μονάκριβε μου,
σε μαρμαρώσανε
σε μια μικρή πλατεία
σαν σε σκοτώσανε.
Και γράψανε στην πλάκα
με τόση υποκρισία:
"έπεσε πολεμώντας
για την Ελευθερία".
Μα εγώ, μικρό μου αγόρι,
που σε μεγάλωσα,
σε φύλαξα απ' το ξεροβόρι
και σ' ανάστησα,
σου δίνω την ευχή μου
και τη συμβουλή μου
να λες σ' αυτούς που σε κοιτάνε
με λυπημένα βλέμματα
πως βρίσκεσαι εκεί,
γιατί σου είπαν ψέματα.
Σκοπός μας είναι η δημιουργία μιας Ανθολογίας Ποιημάτων από το σύνολο των Ελλήνων Ποιητών- Ποιητριών αλλά και ορισμένων ξένων, καθώς επίσης και κειμένων που έχουν κεντρίσει το ενδιαφέρον μας. Πιθανόν ορισμένοι ποιητές και ποιήτριες να μην έχουν συμπεριληφθεί. Αυτό δεν αποτελεί εσκεμμένη ενέργεια του διαχειριστή του Ιστολογίου αλλά είναι τυχαίο γεγονός. Όσοι δημιουργοί επιθυμούν, μπορούν να αποστέλλουν τα ποιήματά τους
στο e-mail : dimitriosgogas2991964@yahoo.com προκειμένου να αναρτηθούν στο Ιστολόγιο.
Θα θέλαμε να τονίσουμε ότι σεβόμαστε πλήρως τα πνευματικά δικαιώματα του κάθε δημιουργού, ποιητή και ποιήτριας και επισημαίνουμε πως όποιος δεν επιθυμεί την ανάρτηση των ποιημάτων του ή κειμένων στο παρόν Ιστολόγιο, μπορεί να μας αποστείλει σχετικό μήνυμα και τα γραπτά θα διαγραφούν.
Τέλος υπογράφουμε ρητά ότι το παρόν Ιστολόγιο δεν είναι κερδοσκοπικό και πως δεν η ανάρτηση οποιουδήποτε κειμένου, ποιήματος κτλ γίνεται με μοναδικό στόχο την προβολή της ποίησης και την γνωριμία όλων όσων ασχολούνται με αυτή, με το ευρύτερο κοινό του διαδικτύου.