Άδικα περιμένουν οι νεκροί στις επιτύμβιες στήλες (όσοι πρόφτασαν
κι απόχτησαν μια τέτοια, ή που δεν τους την έσπασαν), άδικα
με κείνο τους το σκεύος για σπονδές ολότελα άδειο· — περιμένουν
κάποιον να θυμηθεί μια πράξη τους, μέσα στις τόσες, κάποιον να προσφέρει
όχι τροφές και στεφάνια, μόνον μια ματιά στα γυμνά μέλη τους, γιατί, τα βράδια,
τώρα που μπαίνει η άνοιξη με τα πολλά πουλιά της και τα φύλλα, αβάσταχτη
γίνεται η μοναξιά, τόσο που, απόψε, σεργιανώντας στο προαύλιο
με μιαν ολόλευκη, περίσκεπτη πανσέληνο, ξάφνου ο Βαγγέλης
αποτραβήχτηκε απ’ τη συντροφιά μας, στάθηκε κάτω απ’ τα δέντρα,
κάτι ψιθύρισε σα δέηση μυστική, κι έβγαλε τα παπούτσια του (τα μόνα
που του ’μεναν — τρύπια κι αυτά) και με μια κίνηση ντροπαλή τα κατάθεσε
ευλαβικά σ’ έναν αόρατο τάφο — ίσως του Ορέστη ή της Ηλέκτρας.
Λέρος, 22.III.68
*Από την ποιητική συλλογή του Γιάννη Ρίτσου Πέτρες. Επαναλήψεις. Κιγκλίδωμα (Κέδρος, Αθήνα, 1972).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου