Στης γης τ’ αναθεμέλωμα ,στη μάχη των Τιτάνων
Ο Πλάστης μεταμόρφωσε τ’ αδέλφια σου και σένα
σε σμαραγδόπετρες θαμπές, σας έκρυψε στον ήλιο.
Καιρού ήλθε το πλήρωμα κι’ήλθε ο νους κι’ο λόγος
κι’οι γιοί το Δευκαλίωνα διαλέξανε τη γή τους.
Θαλασσοπούλι πέταξε κι ‘έδιωξε την ομίχλη
ο ουρανός επρόδωσε τη θέση σου…Ω Νησί μου
Η σιωπηλή ,θολή σκιά των μακρινών Αιώνων,
τ’ακρόγκρεμα, που η θάλασσα χαϊδεύει, τα σμιλεύει
σε σχήματα παράξενα ,σκότεινα ,μαγεμένα
που πέφτουνε τρεμουλιαστά κι’ ατίθασα επάνω
στον ουρανόχρωμο γιαλό, καθρέφτης είν’ του δέους.
Και με αλάτι της ζωής το πέρασμα ποτίζουν
Επάνω στο λιθόσκληρο χώμα σου..Ω Νησί μου.
Ο άγριος τυμπανιστής των μελτεμιών ανέμων,
απ’του πελάγου ξεπηδά τα βάθη και τη ράχη
και αιωνόβια δροσιά χτυπά στο γεροβράχο.
Για να γενεί αντίλαλος και να κατηφορίσει,
στο χρυσοπράσινο κλαρί, στο πεύκο, στο θυμάρι.
Να φτιάσει θεία μυρωδιά. Φτάνει στο φυλλοκάρδι,
το μέλι που ο αγέρας σου σκορπίζει. .Ω Νησί μου
Τ’ασκίαστο λάμπρινο φώς αβασιλεύτων ήλιων
τη σάρκα της παρθένας γης λαίμαργα καταπίνει.
Την πέτρα αλέθει τη σκληρή ,γλυκό κρασι την κάμει,
την σφεντονίζει ολόγυρα και το μυαλό ζεσταίνει,
για να μεθά αθεράπευτα με λυγαριά και δυόσμο,
τον μέτοικο, το γέννημα, το άμοιρο διαβάτη
Που ξεδιψούνε στο γλυφό νερό σου..Ω Νησί μου.
Το φέγγος έχεις, τη δροσιά, Αναοιξης άσπρων κρίνων.
Λιτό, ξερό ή πλούσιο, ίδια έχεις ανάσα
Και ο γιαλό σου αγκαλιά είναι με τα γλαρόνι.
Στο χρόνο μέσα αντανακλάς ζωής μαργαριτάρι.
Του πελαργού είσαι πνοή και σπίτι του σπουργίτη,
ξανθό το μανταρίνι σου, βρύση του σταφυλίτη
Ζητά μονάχα σεβασμό στην πέτρα στο.. Ω Νησί μου.
Χρησμού θυσίας ο βωμός πανάρχαιων Πυθίων,
με μοίρα στέρφα σ’ έντυσε .Πεντάρφανη μητέρα,
σου όρισε μες το στρατί κατάρα τη διχόνοια.
Σπαρμένοι κρίκοι ο λαός, ένας Θεός ,μια γλώσσα.
Οι φόβοι ίδιοι κι’ οι καημοί, η θάλασσα χωρίστρα.
Απ’την αρχή σου γεύτηκες την άκρη της αλήθειας
και του ληστή το άδικο μαχαίρι.. Ω Νησί μου.
Γαλέρες λοξοδρόμησες πολύφημων Φοινίκων
Και στο κατώφλι σου αδελφοί μαλώσαν για το μέλι.
Οι Πελασγοί, οι Δόλοπες, οι Αιολείς ,οι Κρήτες,
οι Ιω νες κι’ οι αλλόφυλοι, οι Ενετοί, οι Φράγκοι.
Τον Οδυσσέα πλάνεψες, σαν γύρνα στη Ιθάκη,
με Αμαζόνες κέντησες των γυναικών το φύλλο.
Κι’ από το διχονόμοιασμα φίλων και αλλοφύλων,
οι Ικαροι ξεπέζεψαν στις ξέρες σου ένα δείλι.
Τη θάλασσα μερέψανε, τρυπήσανε το βράχο,
το θρόνο τους εχτίσανε με φύκια και ασβέστη.
Το σπέρμα τους ζυμώθηκε παρέα με το γλάρο,
μαζί ψηλά σηκώθηκαν, τον ήλιο αψηφήσαν.
Της νίκης πάντα άρμυρη η γεύση… Ω Νησί μου.
Τα πέρατα εκέντησε η φήμη των Μινώων,
των φιλοσόφων, των ναυτών και του Ορφέα η στάχτη.
Ο μύθος έπλεξε φωλιές με γιούσουρι και λόγο
Και ιστορία χτίστηκε από ηρώων τάφους.
Του οδοιπόρου σου ο ασκός, γιομάτος είναι πίκρα
κι’ασπίδα είναι τρομερή, όταν σεισμός χτυπήσει.
την πόρτα σου ορθάνοιχτη π’ αφήνεις.. Ω Νησί μου
Στης αίγλης μέσα τ’ όπιο Βυζαντινών των χρόνων
κρυμμένη στις βραχοσπηλιές έθρεψες την αλήθεια
κι’ ανόθευτη την κράτησες στου Διγενή το χέρι.
Μ’ ανέχεια ήταν οι ψυχές κι’ανάγκη χορτασμένες,
σε πόντους άλλους μίσεψαν, ζήτησαν μονοπάτι.
Μα φυλαχτό κρατήσανε την πείνα στ’ ονομά σου
κι’ένα σταυρό λευτέρωσης κι’αγάπης.. Ω Νησί μου
φλουριών πηγή ήσουν για καιρό ανατολής βαρβάρων
και καταφύγι απάνεμο Σαρακηνών κουρσάρων.
Σαν φύλο λεύκας λόγιζαν θα πέσεις μες τη λήθη
και κονταροχτυπήθηκες με όπλο σου το φύκι,
που τράφηκε και θέριεψε μ’ Ελληνικό γλωσσάρι.
Γλωσσάρι π’ ένωσε γερά τη σκόρπια αλυσίδα
Στη λήσταρχου την φύτεψε το στήθος.. Ω Νησίμου.
Γρανίτινος μοιάζει στρατός απόρθητωνε κάστρων
ο κάμπος του ελαιώνα σου με τ’ άσπαστο κουκούτσι.
Γιομάτος που αισθήματα άγουρα-γινομένα,
Αγάπη, ελπίδα, και γροθιά ,αμίμητο κουράγιο.
Μ’ αυτά χτυπάς τους άνεμους ,το Γραίγο, το Λεβάντε
κι ’ασβεστωμένα συντηράς τα γέρικά σου βράχια,
από της Δύσης το φριχτό σύννεφο… Ω Νησί μου.
Κι’απ’τη χιλιόστομη ηχώ του ύμνου των Ερώτων
της λύρας πάλλει τις χορδές, καρδιά ‘οπού τη λένε.
Η φύση ζευγαρώνεται το γιασεμί του Μάη
και μύρο τα κορμιά σκορπούν αγνής παρθένας ήβης,
που φεύγει προς τον ουρανό με τα φτερά του γλάρου
για να ραντίσει τα σβηστά φώτα της Οικουμένης,
με Γνώση, Αγάπη αδελφική, κι’ Ειρήνη… Ω Αιγαίο.
==
*Κατά δεύτερη εκδοχή της ονομασίας από το μύθο
του Αιγαία ,πατέρα του Θησαία που πήδηξε και πνίγηκε από το Σούνιο στη θάλασσα,υπάρχει και η έτερη,νομίζω,αληθέστερη,
Ότι πριν το κατακλυσμό του Δευκαλίωνα το Αιγαίο ήταν μεγάλο βουνό αποκαλούμενο Αιγηίς απο τις πολλέ αίγες ,
που το τριγύριζαν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου