Πως μου ξέφυγαν απ’ τα χέρια τόσα χρόνια
και τώρα τρέχουν αδέσποτα
μέσα στα χιονισμένα τοπία
της Ανταρκτικής γης;
Πως κύλησε
ανάμεσα απ’ τα δάχτυλά μου τόση νιότη,
καθώς ήμουν απορροφημένος
από ανώφελα πειράματα
και νέες ανακαλύψεις
εγκλωβισμού της ζωής;
Το χιόνι τώρα δε μου δανείζει άλλο χρόνο
Μόνο στο παρελθόν
μου επιτρέπει να καλπάζω
σαν άλκη μέσα στο λευκό τοπίο
Έχω χάσει πια τη ζωή μου
μέσα στην ατελείωτη νύχτα
που για λίγο τη διαδέχεται
ένας Ήλιος ασθενής και ανήμπορος
Ήλιος της Ανταρκτικής γης
που έχει φασκιώσει με τα λευκά του σπάργανα
την αξημέρωτη ζωή μου
ΔΕΝ ΕΧΩ ΜΝΗΜΗ
Δεν έχω τη μνήμη του σπαθιού
που έκοψε τα όνειρα μου σε χίλια κομμάτια
Δεν έχω τη μνήμη του Χειμώνα
που κυνήγησε την Άνοιξή μου
Μόνο την πίκρα της καμένης γης μου
στο στόμα, τη γεύση της νύχτας
που άσπλαχνα απλώθηκε
επάνω στην καρδιά των οικείων μου
και την σκόρπισε στον άνεμο
Μόνο την σκοτεινιά του χεριού
που μου έκρυψε τον ήλιο ενός μεγαλόπνοου αύριο
Βαριά τα βήματα μου στους δρόμους του τρόμου
Ακούω ψίθυρους φόβου
πίσω απ’ τα θολωμένα τζάμια
των ματαιωμένων προσδοκιών μου
Δε θα καταφέρω να ενώσω τα χέρια μου
με τα σύννεφα και τ’ αστέρια
μα δε θ’ αφήσω τη ψυχή μου
να προσκυνήσει την απόγνωση
ΤΟ ΑΝΑΣΤΑΣΙΜΟ ΦΙΛΙ
Η ζωή μου είναι σάρκα
από χιλιάδες όνειρα και αποτυχίες
Χίμαιρες οι υποσχέσεις
που κουβαλώ στις άκρες του κόσμου
Με την καρδιά μου αναρριχιέμαι
στο υφάδι που κρατάει
στις φούχτες του ο πόθος
Θέλω να δραπετεύσω σα μικρό παιδί
από τ’ ασφυκτικά χέρια
των μεγάλων της Γης
μα θρηνώ
για τις αλησμόνητες μου πατρίδες
που άσπλαχνα έκαψαν βέβηλοι εχθροί
Η ζωή μου είναι δέρμα ακατέργαστο
Την τεμαχίζω, τη ξαναδένω,
την κάνω τραγούδι
που πριν προλάβω να το ψιθυρίσω
ξεγλιστράει και χάνεται
στην άβυσσο των νεκρών μου ημερών
Ποθώ να συλλάβω τις νότες του
πριν χαθούν στις ρωγμές του χρόνου
Να πλανηθώ στις μελωδίες του
πριν η απώλεια τους
πυρπολήσει τα διπλά κάτοπτρα της ευτυχίας μου
Άδικος κόπος
Βουλιάζω στο βούρκο της απογοήτευσης
χωρίς ένα αναστάσιμο φιλί του
στ’ άχρωμα μου χείλη
ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΜΑΣ ΤΑΞΙΔΙ
Χωρίς παρακάμψεις θορυβώδεις
μας έφερε το πλοίο της σωτηρίας
στις νέες μας πατρίδες,
ακολουθώντας το δρόμο
των γλάρων και των ψαριών
Δάκρυ το δάκρυ σαλπάραμε
σε οργασμούς αφροσκέπαστων κυμάτων
και σε ψιθύρους κοχυλιών
και τσουχτερών αχινών
Ο Ήλιος έριχνε τα πύρινα βέλη του
στα μάτια μας για να μη βλέπουμε
τους μυστικούς δρόμους
της προσφυγιάς μας
Αλλιώς είχαμε φανταστεί
το μεγάλο της ζωής μας ταξίδι
που θα πραγματοποιούσαμε
με τις ευλογίες του έρωτα
μα αυτό τώρα
που ακουσίως υλοποιούμε
πρόκειται να σώσει
την ίδια την ανάσα μας
1 σχόλιο:
Αγαπητέ μου Δημήτρη, σε ευχαριστώ μέσα από την καρδιά μου για το μεγάλο ενδιαφέρον που δείχνεις πάντα για τα ποιηματά μου. Με συγκινείς βαθύτατα.
Δημοσίευση σχολίου