Κομμένο γεφύρι ακρωτηριασμένο.
Πέρασα πάνω σου έναν χειμώνα, κατρακυλούσαν θολά νερά
Και άκουσα γυναικεία φωνή και μοιρολόι οδύνης
Κι έμεινα εκεί φωνάζοντας το όνομα σου
Στοιχειωμένη Κυρά των λουλουδιών, όνειρο της αγάπης.
Και μέσα από τους θολούς ουρανούς και τους καθρέφτες του νερού
Αναδύεσαι όμορφη σαν αστροφεγγιά με χαραυγή ντυμένη.
Χτυπιέσαι μες τα κύματα, γδέρνεις τη σάρκα του απόβραδου
Και ματώνεις την αθωότητα των νιόπαντρων κοριτσιών.
Κρατάς μαχαίρι και χτυπάς μες την καρδιά την άνοιξη.
Και τρέχει κόκκινο νερό με την κραυγή του πόνου
Και κορακιάζει, χάνεται το μαύρο χελιδόνι
Που δεν πρόλαβε να τιτιβίσει την ομορφιά της άνοιξης.
Λευκά φτερά το νυφικό σου, σκαρφαλωμένη στο κιγκλίδωμα
Αρπάζεσαι από τα νέφη, αρπάζεσαι από μια αστραπή και πετάς,
Για να σπάσεις τα σκληρά δεσμά από τα χέρια των Κυράδων
Και από τις πέτρινες καμάρες ανοίγεις πόρτες για να μπεις
Στην τρικυμισμένη μας καρδιά και στην κοίτη του θρύλου.
Σύννεφα που ρίχνουν βροχές, ουράνια τόξα με μορφές νυφάδων
Μέσα από τις σχισμάδες των καιρών μας ρίχνετε χαμόγελα
Για να ξυπνήσει η νοημοσύνη στα τυφλά μάτια,
Για να ξανακερδίσει το ρόδο την ευωδιά της αγάπης
Και ο άνεμος που χλιμιντράει αύρα χαδιού να γίνει.
Γεφύρια γκρεμισμένα ριγμένα σε ακτές ακρωτηριασμένων εποχών.
Αχ, πώς κράζει γοερά η ζωή από τις καμάρες της απόγνωσης!
Από τη συλλογή: «ΑΓΑΠΕΣ ΚΑΙ ΑΥΤΑΠΑΤΕΣ»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου