κι ακόμη.
Χρειάζεται να πιστέψεις είπε το φεγγάρι.
εσύ
κι αυτή η σιωπή που έτσι αστόχαστα
αναγνωρίζεις για σιωπή σου ότι
αυτή ακριβώς είναι η πιο κατάλληλη στιγμή.
Έρχεται και ξανάρχεται
γδέρνοντας –άδειος πόνος- το μυαλό
και σε πηγαίνει
(αφελές κορίτσι που ανέμελα ανεμίζει πίσω την κόκκινη σάρπα του)
χωρίς ωστόσο να μπορεί να σε πείσει
ότι αυτή εν τέλει είναι
η στιγμή
-μη γελάς δυνατά-
αυτή
που κιόλας λικνίζεται στον κόρφο της μέρας περιζήτητη.
Τί είναι λοιπόν αυτό που σε παρατηρεί
να το παρατηρείς
ενώ η καλοκαιρινή σκιά απλώνει σπάταλα ζητώντας
όλο το κουράγιο σου
εκθέτοντας τον εαυτό
τη λίγη χαμηλόφωνη αυτή γυμνότητα που έχεις για εαυτό
στο θάμβος του.
Ήδη η ρόδινη σάρκα του
κατοικεί αλλού.
Ήδη σκορπίζεται
(ενώ μάχεται και δεν μπορεί να σε αποκλείσει)
(ενώ μάχεσαι και δεν μπορείς να το αποκλείσεις)
άφθονο και καθαρό
σαν την ιδέα που χρόνια φύλαγες λάφυρο κάτω απ’ το δέρμα
για να δεις
μια μέρα σαν κι αυτή
ένα πρωινό σαν κι αυτό εδώ
τώρα
ότι τίποτα δεν είναι λιγότερο ικανό
από τη σκέψη.
Ο Ποιητής
δεν μπορεί παρά να κοιτάξει προς τα εκεί-
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου