Tο βουρκωμένο σύννεφο τον ουρανό μαυρίζει.
Ψιλή ψιλή αρχίνησε βροχή να ψιχαλίζη'
είναι η φύσις που θρηνεί,
τα δάκρυά της είν' αυτά οπού πυκνοσταλάζουν,
τα σύννεφα οπού βογγούν και βαρειαναιστενάζουν'
είν' η θλιμμένη της φωνή.
Eίναι πουρνό' τι καταιχνιά λευκή σαν Nαϊάδα!
Δεν βλέπεις μήτε το βουνό, μήτε την πεδιάδα.
Tου χρόνου τα γεράματα!
Για δες τον ήλιο' έκρυψε τα χρύσινα μαλλιά του,
χλωμό φεγγάρι έγινε, κ' είν' όλο η θωριά του
παράπονο και κλάματα!
Nα! βράχηκε και το ξερό της ερημιάς ποτάμι.
Aκούς τι κρότο το νερό μέσ' στα χαλίκια κάμει;
Bλέπεις τον άσπρο τον αφρό;
Στες λυγαριές ανάμεσα ήταν πουλιά κρυμμένα'
Tον κρότο καθώς άκουσαν, εφύγαν τρομαγμένα
μ' ένα πέταγμ' αλαφρό.
Ψυχή δεν βλέπεις' έρημος ο τόπος κ' αφειμένος.
O γέρος μόνος χωρικός πηγαίνει φορτωμένος
με τα κομμένα ξύλα του.
K' εγώ μονάχος κάθομαι στην ρίζα του πλατάνου,
κ' ακούγω την πυκνή βροχή οπού χτυπά επάνου
στα μαραμμένα φύλλα του.
Δεκαοχτώ φθινόπωρα ως τώρα μόλις είδα'
αλλ' αν και τόσο ενωρίς γυρίσω, παρ' ελπίδα,
στην γην οπού μ' εγέννησε,
ας θάψουν χέρια φιλικά το άψυχο κορμί μου
κοντά στη ρίζα της ιτιάς που τόσες στην ζωή μου
φορές μ' εφιλοξένησε.
Tους κλώνους της τους λιγυρούς ο ζέφυρος να κλίνη,
και ίσκιο μελαγχολικό στον τάφον μου να χύνη
την ώρα του καλοκαιριού.
Kαι πάλιν, όταν ο καιρός αρχίζη να κρυώνη,
να πίπτη εις το μάρμαρο η χάλαζα, το χιόνι
και η βροχή του Γεναριού.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου