Κάποιο πρωί ξύπνησες
άνοιξες το παράθυρο και τέντωσες τα χέρια
έψαξες να βρεις τα πράγματα
της χθεσινής της μέρας.
Μα τίποτα στη θέση του δεν ήταν.
Μπήκαν τη νύχτα οι ληστές κρυφά μες την ψυχή σου.
Σου πήραν το χαμόγελο
σου πήραν την ελπίδα
τα όνειρα που έπλαθες τις ανοιξιάτικες βραδιές
το χώμα απ’ τις τριανταφυλιές που πότιζες
όταν στο ζήταγε η γλυκιά φωνή της μάννας
σου πήραν τα μαθητικά σου τα λευκώματα
και του Νονού σου το Σταυρό
την καλησπέρα του κουρασμένου σου πατέρα
το μπαστουνάκι της γιαγιάς τις γλάστρες της βεράντας
μαζί με κυριακάτικης εσπέρας
τα γαληνά ηλιοβασιλέματα.
Σου πήρανε των φίλων τα χαμόγελα
και της μικρής γειτόνισσας τη ντροπαλή την καλημέρα.
Κι αφήσανε ξωπίσω τους οι άτιμοι
διαστροφή σε βάζα γυάλινα
σάρκες νεκρές ταριχευμένες μες σε χρώματα
ρήτορες βιομηχανικά κονσερβισμένους
και σάτυρους που των ενστίκτων
τη σπηλαιογονία διακηρύττουν οι παθόλαγνοι.
Μες το σκοτάδι
με πολύχρωμα με φώτα εικονικά
τυφλώσαν την αφιλοσόφητη ψυχή σου
και υπνώτισαν του νου τις άνωθεν ανταύγειες
κι ότι είχες ιερό και όσιο στ’ αρπάξαν
και σ’ άφησαν τ’ ανίερο της νύχτας τους το ανούσιο
κι αυτό το πρωινό
που ο ήλιος της αγανάκτησης ανέτειλε
κατάλαβες ότι ληγμένοι ήταν οι θεοί σου
οι του << δικαίου >> << άνθρωπο εραστές >>
κι οι παμπονηρότατοι θεομπαίχτες
και συ ένας φθαρμένος αστυσκλάβος αναλώσιμος
που είτε πέρασες
είτε δεν πέρασες
από τον κόσμο αυτόν
κανείς δεν θα το καταλάβει
αφού μια μετρική μονάδα νομισμάτων ήσουν
και ένας καταμετρητής και πληρωτής λογαριασμών
για να ’χουνε τα τζάκια
τον θεοσεβούμενο η αθεόφοβο καπνό τους.
Β.Α.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου