τριγύρω ρίχνοντας πηχτό φαρμάκι
με υψηλόφρονα και τεταμένα φρύδια
στης φτώχειας το απνευμάτιστο επίσφαλο κονάκι.
μες απ’ το καταχείμωνο μυρίζει
η ίδια η αφορεσμένη ψεύτικη ιστορία
σ’ ένα στητό Σαββατοκύριακο παράδοξα μυρίζει.
κανοναρχούν στη λειτουργία της απάτης
αργοπεθαίνει μια πατρίδα ξεχασμένη
στα βακχανάλια ερμαφρόδιτοι βογγούν κοντά της.
οι καθρέφτες παραίτηση δηλώνουν
ανδροπρεπείς εις τύπον ισιάζουνε τα γένια
τη λογική τη φύση του ανθρώπου τη σπιλώνουν
ή λίγες από του ματαίου θώκου μέρες
χωρίς να υπολογίζουν της φυγής το κρίμα
όταν τυχοδιωκτισμού οι ευκαιριακοί δύουν αστέρες.
τάφους σπασμένους εκκλησίες κλειδωμένες
σκισμένα κίτρινα ληξίαρχα βιβλία
χωριά μ’ αγράμπελες γιομάτα στοιχειωμένες.
την αναγεννημένη του θανάτου ελπίδα
πατριδοκτόνοι μοιράζουνε σιτάρι και ζητάνε
να συγχωρήσουν όλοι μία που εξέπνευσε πατρίδα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου