Τι να ΄ναι αυτή, η παλιό-ελευθερία;
Έκλεισε τα μάτια, κοίταξε τον ήλιο,
ύψωσε τα χέρια, έσφιξε τις γροθιές, ξέχασε τους αγώνες.
Ένας δύσμοιρος πόνος αναρίγησε τα εύθραυστα κόκκαλα του.
Πόσο μπορεί να ασθενήσει η λευτεριά;
Πόσο ακόμα η θνητότητα του ανθρώπου;
πίσω από τα σκουριασμένα συρματοπλέγματα.
Κλείδωσαν, όπως – όπως με πρόχειρα άνοα διατάγματα,
τις ξώπορτες των σπιτιών, των αυλών, τα παραθύρια
κι άνοιξαν τις κερκόπορτες του ουρανού βράδυ.
Άρεσε το φεγγάρι να κλαίει παρήγορα, το νυχτολούλουδο στο βάζο.
Αδελφικός χαιρετισμός στην πρόωρη εξόδιο.
Η απτή σιωπή μετέδιδε τη σιωπή της ψυχής.
Το αόρατο του εντός της, γίνηκε ορατό στον άνεμο.
Μια ορατή αέρινη θνησιγενής σιωπή.
Πήρε το πρώτο λεωφορείο της μέρας από μια ξεχασμένη στάση.
Άδειο, κενό, μια ανάσα στον αέρα, έκλεισε τις κουρτίνες!
Μυρωδιά μούχλας.
Κρατώντας ένα μπουκέτο κόκκινο τριαντάφυλλα,
ήλπιζε ότι θα άλλαζε την εικόνα του.
Η λευτεριά που ποθούσε, ως δάσκαλος του έμαθε να ζει στα χρώματα.
Απίθωσε τα, στον άσπρο τάφο και ράγισε ο θρήνος από τον ανασασμό.
Να αντέξεις τον πόνο σα βγάζεις τη μάσκα.
Πάνω από αυτούς που δεν πρόκαμες να φροντίσεις.
Τη μια έκαμε το σταυρό του, την άλλη γονάτιζε ευλαβικά με τα χέρια προς τον θεό.
Αιτήθηκε το απέραντο έλεός του και χάθηκε στη λευτεριά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου