κάπου μακριά στην ερημιά σε λόγγο από δεντρά
και πήγε νέος δάσκαλος νερό για να γεμίσει
βαδίζοντας το σούρουπο κοντά στη βρύση αργά.
και του 'πε με χαμόγελο βαθύ αναστεναγμό
αιώνες πάνε που κανείς δεν ήρθε να γεμίσει
των ιδεών τα νάματα του στίχου το ρυθμό.
σε οριζόντων πέταξε το χρώμα χρυσαφί
ένα κομμάτι του έφερε ηλιόδυτο από χρώμα
και στην ψυχή της έκανε μια μυστική ευχή.
στης θλίψης σου το απόβραδο το φθινοπωρινό
και πέταξε ανάλαφρη στον απαλό αέρα
μέχρι που ένα έγινε μ' ένα άστρο βραδινό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου