Κάποιο τοπίο νοσταλγώ.
Ένα χαμένο καλοκαίρι.
Μια νιότη μακρινή
που η ζωή απλωνόταν κάμπος ελεύθερος
κι εγώ άγριο αδάμαστο άσπρο άτι.
Με δάμασες όμως ζωή
κι έμαθα μαστίγιο τι θα πει.
**
Δήλωση
Πράσινη πεδιάδα δική μου
μ’ άσπρα διαβατάρικα, ταξιδιάρικα πουλιά
στη σκέψη σε χαράζω.
Στέλνει κακός κυνηγός βέλη εναντίον
των ονείρων μου.
Μα εγώ με ασπίδα φωνάζω, με σιδερένια κραυγή
και πέρα από τα κτίσματα και τις αιτίες
θα στήσω βωμό στη νίκη την κάτασπρη.
Μη φωνάζετε άδικα δε σας ακούω∙
οι ήχοι είναι για μένα σχετικοί.
Σαν της παπαρούνας τα κατακόκκινα πέταλα
που παίρνει και σκορπά ο αέρας
εγώ δε θ’ αφήσω να με παρασύρετε
γιατί εγώ δε φοβάμαι.
**
Ελπίζω
Τα πλοία κάηκαν
τα χωριά ερήμωσαν
ο καημός μου κλαίει
στα σκοτεινά της νύχτας.
Ζήτησα βοήθεια,
δε βρήκα απάντηση.
Θα ξαναζητήσω, γιατί ελπίζω.
**
Σκόρπια κι άλλα
Βασιλεύει κάπου μια χαρά.
Ένα τρόλεϊ μεταφέρει κόσμο.
Μοναξιά, ζύγισε μέσα μου τον ύπνο.
Θα μείνω τελευταία στη σειρά.
Δε θα ξαναδώ κανένα γνωστό.
Θα φορέσω μιαν ασπίδα,
και καθώς θα βλέπω διαφημίσεις στην τηλεόραση
θα γελώ όπως
ο δρυοκολάπτης τρυπά το ζωντανό ξύλο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου