Aνεμος μες το λήθαργο
Θάλασσα απέραντη, βαθιά
Παράθυρο στον ουρανό
Πανσέληνος μες τη νυχτιά.
Τ' όραμά σου
Ο Ήλιος που διαλύει την καταχνιά.
τα πλάσματα τ' ανήμπορα
Βοήθα τους φτωχούς,
τους καταφρονεμένους.
της βίας σ' όλη τη γη,
τους πρόσφυγες, τους σκλάβους
και τους αγνοημένους.
να βρουν τη γιατρειά
Απάλυνε τους πόνους τους,
δός τους παρηγοριά.
που ζουν πάνω στη γη
Γλυκιά σοφία χάριζε
καθώς κι απαντοχή.
Πού λάμνετε; Που τραβάτε;
Γύρτε σιμά μου
τα γαλάζια κορμιά σας
στις όχθες της λίμνης,
στο φως της σελήνης.
Απόκριση γυρεύω θεϊκή:
"Το νόημα της ζωής
Το νόημα του θανάτου
Ποιο;"
Πως ήταν κόκκινο
τ' ολόγιομο φεγγάρι
του Σεπτέμβρη.
τ' αχνάρια του
στην ήσυχη λίμνη.
απαλά
τη γλυκιά νυχτιά.
Τη γαλήνη σου
Μ' αυτή τη συντροφιά.
να τυλίξουν το λαιμό μου
Στο πέρασμα των άστρων
δρόμους για ν' ανοίξουν
Το δάκρυ της σελήνης
φυλακτό ν' αφήσουν
Ταξίδι λυρικό
να ξεκινήσει.
Ταξίδι στη ζωή
να μας πηγαίνεις.
Καράβι τ' όνειρο
και θάλασσα γαλήνης.
στη νύχτα ν' αρμενίσει
Στου ήλιου λάμψη
πέρασμα ν' αφήσει.
Ταξίδι στη ζωή
να μας πηγαίνεις
Κι όλα τ' αρώματα
της άνοιξης δικά σου.
να στολίζουν τα μαλλιά σου.
Λιμάνι καλοκαιρινό
η αγκαλιά σου.
θα ήταν λίγο
Της λίμνης τα λικνίσματα
Της θάλασσας τ' αγέρι.
να φωτίζει τη χαρά σου
Τη λάμψη της σελήνης
ν' ασημώνει τα όνειρά σου.
Ταξίδι στη ζωή
να μας πηγαίνεις.
Γιορτή να έχεις
πάντα στην καρδιά σου.
Ευτύχησα να δω την άνοιξη
στην πόλη της λίμνης και των κύκνων.
Ευτύχησα να δω
τους πάγους να λιώνουν,
τις μυγδαλιές ν' ανθίζουν
στο καλωσόρισμα της άνοιξης,
τα δένδρα που σάρωνε
ο άγριος βοριάς,
να μπουμπουκιάζουν τα κλωνιά τους
και τον ήλιο να λάμπει
και να με ζεσταίνει ξανά.
Ευτύχησα να δω μια ακόμα άνοιξη!
να τυλίγεται γύρω απ' το είναι μου.
Κι εγώ να νιώθω
το λείο, γλοιώδες σώμα της
να με σφίγγει, να με σφίγγει ασφυκτικά.
Τανύζομαι, σαλεύω να ξεφύγω,
μ' αυτή, αιχμάλωτη με κρατά.
Κι όταν έπειτα θεριέψουν τα πάθη,
θ' ανοίξει το τεράστιο στόμα της,
θα καρφώσει, θα δαγκώσει.
Kαι το δηλητήριο της,
χείμαρρος που φουσκώνει,
θα πλημμυρίσει και θα κάψει την καρδιά.
Πονούν οι μνήμες,
πονάει το δηλητήριο που χύνουν,
πονούν τα δάκρυα που αφήνουν.
Μια έχιδνα, ένα ανήσυχο φίδι,
ένα απαίσιο, φοβερό ερπετό
βουλιάζει στο στήθος μου
και φαρμακώνει την ψυχή μου.
κάτω απ' τη σιγανή, ανοιξιάτικη βροχή,
να σκιρτά, να ριγά, ν' ανασαίνει.
Μες το βαρύ της ανάσσαμα
ζωντανή της ανάμνηση
οι κωπηλάτες που πέρασαν,
οι ψαράδες που έφυγαν,
τα πουλιά που πέταξαν και χάθηκαν
σχίζοντας τη γκρίζα γραμμή του ορίζοντα.
Ένα γύρο γκριζόλευκα νέφη
στεφανώνουν λόφους και βουνά,
στεφανώνουν τη θλίψη της άδειας μου καρδιάς.
Με τρομάζουν τα σύννεφα,
πένθιμη ακροβασία μες τη σιγαλιά,
με τρομάζει το χαμένο ηλιόφωτο,
με τρομάζουν τα χρόνια που κυλούν βιαστικά.
Η πόλη μου βουλιάζει μες τη συννεφιά
κι εγώ βουλιάζω και χάνομαι στης λίμνης τα νερά.
Υπόσχεση άνοιξης που πήγε χαμένη
και γύρω λευκά τα βουνά,
είν' ο ερμαφρόδιτος, ο ψεύτης Απρίλης
που σου σχίζει ξανά την καρδιά.
Ερωτική μετουσίωση
κι είσαι εσύ
Το σύννεφο το μαύρο κει ψηλά
είσαι εσύ
Το φανάρι που μου κρατά συντροφιά
είσαι εσύ
Της λίμνης τα νερά τα μαβιά
είσαι εσύ
Τα νούφαρα που μένουνε κλειστά
είσαι εσύ
Τα φώτα που πλέουν τρεμουλιαστά
είσαι εσύ
Τα δένδρα που σειούνται απ' το νοτιά
είσαι εσύ
Τ' αρώματα των λουλουδιών σιμά
είσαι εσύ
Η πόλη μου ετούτη η γραφική
είσαι εσύ.
Ερωτική νύχτα
στο κορμί σου ναυάγησα
Στα χίλια του έρωτα κύματα
που τύλιγαν το κρεβάτι.
πάνω στο σώμα τ' αγαπημένο
Ατέλειωτα φιλιά
πάνω σε χείλια ερωτικά.
με τα μόρια του κορμιού μου
Τα δάχτυλά σου βρύσες
για τις πηγές του έρωτά μου.
Να μας τυλίξει με τα πέπλα της τα μαγικά
Να μας δωρίσει τ' άστρα, τα φεγγάρια,
τα φώτα, τα φανάρια, τα κεριά.
ΤΑ ΦΕΓΓΑΡΙΑ ΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΑΣ
Στης θάλασσας το χάδι
Λαμπιόνια παιχνιδίζανε
Τη νύχτα χαιρετίζανε
Και μέσα από το πέλαγος
Ολοκόκκινο ανέτειλε το φεγγάρι.
Απουσία
Να νιώθω την απουσία σου
να μου τρυπάει την ψυχή
Και τη δικιά σου πνοή
μακριά απ' την καρδιά μου.
Προτάσσω τα χέρια, κινώ να σε φθάσω
Μα της διαφοράς σου η απόσταση
ανοίγει βαθύτερο το χάσμα.
Στη θάλασσα τα χρώματα μαβιά
Νεκρά τα φεγγάρια στης νύχτας την πληγή
Ανείπωτη θλίψη μου θερίζει την καρδιά.
Αιώνια εγκαρτέρηση κι ελπίδα
Σε χαρά και σε λύπη,
σ' απαντοχή και σ' απόγνωση
Στη ζωή και στο θάνατο.
Μνήμες κι αναζητήσεις
Ανάσσαμα το πέλαγος
Γλυκαίνουν οι Κυκλάδες
με το σούρουπο.
θ' αναζητήσω τη γαλήνη
Στην αρχαία Θεά
θα γυρέψω τη δύναμη
Στις μητέρες
θα βρω τη σοφία.
ξανά στα σοκάκια.
Θυμάσαι τα παιδικάτα;
Πρόσχημα η αμμουδιά
για χίλια παιχνίδια.
τη μορφή σου γυρεύω
Η φιλία η παιδική
μας ενώνει κι οδηγεί.
Στη θάλασσα σκορπίζουνε
τα νούφαρα της αγάπης.
Ο έρωτας είναι η θάλασσα.
Μέρες του 1997
Πόνος κουρνιάζει σε κάθε γωνιά σου,
σε κάθε δρόμο σου και σοκάκι.
Διχοτόμηση κι ατμόσφαιρα πολέμου.
Πως στέκανε τα φυλάκια αντικριστά
και ποιο το θέαμα της νεκρής ζώνης!
Κει που έσφυζε η πόλη
από κίνηση και ζωή,
η ερημιά τώρα απλώνει το δίχτυ της
πάνω από γκρεμισμένα σπίτια,
πάνω από ξεχασμένα εμπορικά.
Ξεραμένα αγριόχορτα και συρματοπλέγματα
ντύνουν το γκρίζο σκηνικό.
Πόλη που ζει τον τελευταίο της βομβαρδισμό.
Ποιος καημός τα σπλάχνα σου δένει;
Πώς να σε τραγουδήσω Λευκωσία;
Λήδρα ξακουστή των αρχαίων χρόνων
Στολίδι και καρδιά της Μεγαλόνησος;
Θα φυλάξω στις χούφτες
τα ματωμένα σου σπλάχνα
Θα φυλάξω στη μνήμη τον πόνο σου,
τον πόνο των παιδιών σου
-"Μισή Λευκωσία δεν σ' αντέχω άλλο"-
Θα μυρώσω με ροδοπέταλα το Αιγαίο
να γλυκαίνω τα βράδια σου.
Νάσουνα πουλί πληγωμένο
θα σου γιάτρευα την πληγή
Νάσουνα παιδί ορφανεμένο
θα σου χαρίζανε λίγη συμπόνια.
Για την Αμμόχωστο, την Κερύνεια,
τη Μόρφου, την Καρπασία;
Για τους νεκρούς, τους αγνοούμενους,
τους ξεριζωμένους, τους εγκλωβισμένους;
Για τη Σαλαμίνα, τους Σόλους,
τον Πενταδάκτυλο;
Και πώς θα λάμψει ξανά
ο ήλιος της Λευτεριάς;
Καντήλι θα σ' ανάβω τα βράδια
Προσευχητάρι μου θα γίνει
η θύμηση για σένα,
η έγνοια για τα παιδιά σου.
Βαθύς ο πόνος
που στον κόρφο σου μένει.
Πόλη ραγισμένη
Πόλη πληγωμένη
Λευκωσία.
ο ήλιος στα πελάγη.
ν' αναμετρούν το είναι τους
με τα στοιχειά των θαλασσών.
«Ζει ο Βασιλιάς Αλέξανδρος;»
την απόκριση της γοργόνας.
ΤΑ ΦΕΓΓΑΡΙΑ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ
όλα τ' αγριολούλουδα του κάμπου,
όλα τα νούφαρα της λίμνης,
όλα τα τριαντάφυλλα του κήπου
και νά 'πλεκα μ' αυτά στεφάνια
να σου στολίσω τα μαλλιά.
σ' όλες τις γλώσσες της αγάπης,
μ' όλους τους ήχους της μουσικής,
σ' όλες τις νότες της καρδιάς μου.
για μια έστω φορά
να μοιραζόμουνα μαζί σου
τους παλμούς της ψυχής σου
και την τρυφεράδα της ύπαρξής σου.
ολόκληρο το σύμπαν
σε μια μόνο βραδιά.
με τις κόρες των ματιών,
με τις άκρες των δακτύλων,
με το γέμισμα της παλάμης.
σαν τον άνεμο που τρυπά
τα λεπτά, καλοκαιριάτικα ρούχα
και τυλίγει το κορμί
σ' ατέλειωτη θωπεία ερωτική.
Μέσα από μάτια
τεράστια, επιβλητικά
Μέσα από πομπώδεις
χειρονομίες κι ομιλίες.
’ρωμα μεθυστικό
Η αύρα η θαλασσινή
Κι ο ίμερος
Που δεν τολμά να εκδηλωθεί.
Φυγαδεύουν το κορμί σου.
Το πάθος σου τον ύπνο συρρίκνωσε
Και τα ονείρατα εκδίκηση να λάβουν ζητάν.
Τούτη την ήσυχη νυχτιά
Έλα και γείρε σιμά μου
Αγάπη και παρηγοριά μου.
Γιατί η καρδιά που αγάπησα
Σε άλλους γαλαξίες κτυπά
Γιατί το κορμί που πεθύμησα
Σε άλλα φεγγάρια ακουμπά.
Κι εσείς βουεροί ποταμοί.
Αμα δεν είναι να φέρετε μια αγάπη
Τότε προς τι οι συγκινήσεις;
Προς τι το ταξίδι;
Προς τι η αναμονή;
Τα κάστρα του έρωτα.
Απόρθητα κορμιά
Αμπαρωμένες καρδιές
Ματόφυλλα βαριά.
Έλα με τα σπαθιά σου κι άνοιξε
Και λύσε τα μυστήρια των κάστρων
Και κάλυψε το ρήγμα της καρδιάς.
Έλα και μύρωσε το θρόισμα του μπάτη
Έλα και χρύσισε τα φύλλα, τα κλαδιά.
Να λάβει κι καρδιά το μερτικό της
Σε κάποια άλλη καρδιά τη θέση της σιμά.
Μ' αλαργέψανε τα κύματα
Ζωγραφιά το Αιγαίο στα μάτια μου
Κι αναμνήσεις έρωτα περασμένου.
για μια στιγμή στο Αιγαίο ακούμπησα
Η λαχτάρα κι η έγνοια μου
παντοτινά σε συντροφεύουν
Καθώς οι φάροι στο λιμάνι μας
τα καράβια που νύχτα ταξιδεύουν.
Κυοφορεί τον έρωτα,
τον πόθο και το πάθος.
Το ζωογόνο πέπλο σου
μη χαρίσεις στη γη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου