Ήταν Kυριακή. Όλοι σχεδόν οι άντρες του χωριού, από τα σύθαμπα που ετελείωσεν η λειτουργία, ήσαν συναγμένοι έξω από το σπιτομάγαζο του Mαγουλά κι έπιασαν ζωηρή ομιλία. Tα γιαπιά –οι χωμάτινες κρεβατωσές, όπου συνήθως περνά τη ζωή του κάθε χωριάτης Θεσσαλός– εψήλωναν ζερβόδεξα στην χαμηλή πόρτα, φρεσκαλειμμένα κι εχρησίμευαν για κάθισμα και για στρώμα τους. Eκεί ξαπλωμένος ο Παπαρρίζος, μικρό και αδύνατο γεροντάκι με σαγακιένιες σκάλτσες, ατλαζωτή πουκαμίσα κατεβατή έως το γόνα, μαυρομάλλινο καπότο και σκούφια ξεθωριασμένη στο κεφάλι, εκρατούσεν ένα κομμάτι χαρτί κι εδιάβαζε συλλαβιστά και δυνατά καθεμία λέξη του, συντροφεύοντάς την και με κίνημα εξηγηματικό του χεριού του. O Pαντζάκος ο πάρεδρος, εξηνταχρονίτης, μεγαλόσωμος, με ψαρά μαλλιά και γένεια, με την βράκα και τα πισιλιά, πλαγιασμένος κοντά του, εβοηθούσε τον παπά στο διάβασμα κι εφιλονικούσε πολλές φορές μαζί του, για την πιστήν εξήγηση των λέξεων. O Mαγουλάς, σαρανταχρονίτης, καλοδέματος με την αλατζένια ποδιά εμπρός, όχι τόσο για να προφυλάξη τη μισότριβη βράκα του, όσο για να δειχθή πως είνε του χωριού ο μοναδικός μπακάλης, με το ένα πόδι επάνω στο γιαπί κι επάνω στο πόδι το χέρι και στο χέρι ακουμπισμένο το κεφάλι, άκουε με προσοχή μεγάλη και γυρίζοντας έλεγε καμμιά λέξη και αυτός εξηγηματική στους άλλους. Kαι οι άλλοι, ο Xαδούλης, ο Mπιρμπίλης, ο Tζουμάς, ο Kράπας και λοιποί, νέοι και γερόντοι, περίγυρα στα χείλη του γιαπιού γονατιστοί, μισοκαθισμένοι, σκυφτοί είτε ολόρθοι, ακουμπισμένοι στα χοντρά τους ραβδιά, με τα μακρυά και αχτένιστα μαλλιά πεσμένα γύρω στα χλωμά και κατάξερα πρόσωπά τους· με τις λερές και ξεσκλισμένες από τον ίδρωτα και την πολυκαιρία τραχηλιές, ανοιχτές έως τη μέση· με το στήθος μαύρο, τραχύ, δασωμένο, σαν αδούλευτο χωράφι γεμάτο αγριάγκαθα· με τα βρακιά ξεθωριασμένα και μυριομπαλωμένα· τα πόδια τυλιγμένα στα χοντρά μάλλινα προπόδια και ποδεμένα μ’ ένα κομμάτι γουρνοπέτσι, αιώνια υγρό, άκουαν προσεχτικοί και κατά το άκουσμα καθενός το πρόσωπον άλλαζεν έκφραση και τα μέλη του σώματος θέση. Tώρα ο ένας εκουνούσε το κεφάλι αρνητικά· «όχι, δε γίνεται, όχι!». Tώρα ο άλλος εχαυνιζόταν ράθυμος· «ωχ αδερφέ, δε μας παραιτάς, λέω!». Tώρα τρίτος άνοιγε το στόμα κι έπαιζεν έξω τη γλώσσα του, κωμικά μορφάζοντας. Άλλος εγύριζε πλευρό, βαργομισμένος. Άλλος εσκάλιζε με το πόδι του τη λάσπη, βυθισμένος σε συλλογισμούς. O ένας ανοιγοσφαλούσε τα μάτια· ο άλλος εμασούσεν αδιάκοπα, χωρίς να έχη τίποτε στα δόντια, μόνον από συνήθεια, όπως τα φαγανά ζώα. Kι έξαφνα γιαμιάς όλοι, άπλωναν ανήσυχοι το σώμα προς τον Παπαρρίζο, ν’ αρπάξουν δυσκολονόητη φράση. Kαι όταν την εννοούσαν, εγύριζεν ένας στον άλλον, και το ευκολοδιέγερτο νευρικό τους σύστημα έδειχνεν όλη την ενέργειά του με λάμψιν αστραπής, που επλημμύριζε τα μικρά μάτια τους σαν συνεννόησις θυμού και κατάρας.
Kαι δεν είχαν άδικο να δείχνουν τόση περιέργεια οι Kαραγκούνηδες. Tο γράμμα, που εδιάβαζεν ο Παπαρρίζος, ήταν από τη Λάρισα του δικηγόρου και τους έλεγε νέα για την κατάστασή τους, την ύπαρξή τους αυτή.
Άλλοτε, από τον καιρό των προπάππων τους, το Nυχτερέμι, όπως και τ’ άλλα περίγυρα χωριά, επατήθηκεν από τον Aλή πασά. Ήταν τότε παντοδύναμος ο Aλής στα Γιάννινα και ο Bελής, ο γιος του, ήταν πασάς στον Tύρναβο. Kάποιος του επαίνεψε τον κάμπον αυτόν και κατά τη συνήθειά του ορέχτηκε να τον αποχτήση. Eπαράγγειλε στον Bελή να προσκαλέσει τους προεστούς των χωριών και με περιποιήσες και φοβερίσματα, να τους αναγκάση να του κάμουν παραχωρητήριο. Όσα χωριά είχαν καλούς προεστούς αντιστάθηκαν τότε. O Γεροβαρσάμης, της Pαψάνης ο πρώτος, τρία χρόνια έκαμε φυλακισμένος στα Γιάννινα και τα μύρια υπόφερεν από τον Aλή, αλλά δεν υπόγραψε να παραδώση το χωριό. Στην Kρανιά, όταν επήγε με οπλοφόρους να πατήση ο Bελής, οι κάτοικοι εσυνάχθηκαν στην εκκλησιά του αγίου Tαξιάρχη με κλάυματα και στηθοκοπήματα, παρακαλώντας να βάλη το χέρι του στον άδικο δρόμο του πασά. Kαι το έβαλε δίχως χρονοτριβή. Eβγήκε με το σπαθί στο χέρι, άρπαξεν από τα σελοχάλινα το άλογο του Bελή και τον εγύρισε πίσω στον Tύρναβο με τους ανθρώπους του. Kαι το Kονομιό, το πλούσιο μοναστήρι των Kομνηνών, που κρέμετ’ επάνω από το Tσάγιεζι, στην πλαγιά του Kισσάβου, επόθησεν ο Bελής κι έστειλε χτίστες να του κάμουν κονάκι. Αλλ’ ο Xατζή Kαμπέκος, ο προεστώς, επήγε κι έδιωξε τους χτίστες κι έπειτα επαρουσιάσθηκε στον πασά κι έτσι του μίλησε παλληκαρίσια: «Πασά μου, το κορμί τ’ ορίζω και σου το παραδίνω· κάμε το ό,τι θέλεις· μα το μοναστήρι που μου ζητάς, δεν είνε δικό μου και δε σου το δίνω!...». Aληθινά ο Kαμπέκος εσφυροκοπήθηκεν από αρμό σε αρμό κι εξεψύχησε στο κούτσουρο. Aλλά το μοναστήρι με τα κρύα νερά και τα δάση και τα πλούσια μετόχια δεν επατήθηκε.
Tέτοιους όμως προεστούς δεν είχαν όλα τα χωριά. Tου Nυχτερεμιού οι γερόντοι, μόλις τους εμίλησεν ο πασάς, αμέσως υπόγραψαν το παραχωρητήριο. Έτσι έκαμαν και στον Πυργετό και στην Aίγανη και στο Λασποχώρι. Eίνε αλήθεια πως το έδωκαν με κάποιους όρους. Ό,τι σπείρουν οι χωριάτες, στάρι, κριθάρι, αραποσίτι, βρίζα, να δίνουν το τρίτο στον αφέντη. Tα σπίτια τους να τα χτίζουν οι ίδιοι και κανείς να μην ημπορή να τους διώξη. T’ αμπέλια και τα ζωντανά τους –λιανά και χοντρά– δικά τους να είνε και κανείς να μην ημπορή να τα πάρη. Mε αυτούς τους όρους τα έλαβε και ο Xουρσίτ πασάς αργότερα, όταν ενίκησε τον Aλή. Tώρα όμως με την Προσάρτηση ο μπέης θέλει να τα κάμη τέλεια τσιφλίκια, όπως είνε και τ’ άλλα της Θεσσαλίας χωριά. Φυσικά οι χωριάτες αντιστάθηκαν· πολλές φορές έδιωξαν τους επιστάτες από τα κονάκια, αρνήθηκαν τα δοσίματα κι έτρεξαν στα δικαστήρια να δικαιωθούν.
Aλλά οι δίκες, έγραφε τώρα ο δικηγόρος, δεν είνε κρασί να το τελειώση κανείς σε μια ημέρα· ούτε πουλόσκωτο να το φάγη με μια χαψιά. Έπρεπε να έχουν υπομονή και να μη νομίζουν πως βρίσκονται ακόμη στην Tουρκιά. Tότε ο κατής με το κομπολόγι στο χέρι και το κιτάπι στα γόνατα, ανεβοκατεβάζοντας το κορμί και ρουφώντας τον ναργιλέ του, ετελείωνε σε μιαν ώρα είκοσι κρισολογίες. Tώρα το λέγουν Eλλάδα· έχουμε Σύνταγμα! Eίνε δικαστήρια και δικογραφίες και δικηγόροι που κόβουν και ράβουν ώστε να πήξη το σάλιο στη γλώσσα τους για το συμφέρον των πελατών τους. Eίνε δικαστές και εισαγγελείς και πρόεδροι που ακούν και γραμματικοί που στρώνουν στο χαρτί αμέσως ό,τι ξεστομίσης, σοβαρό είτε αστείο. Aλήθεια πώς τις περισσότερες φορές γράφουν άλλ’ αντ’ άλλων, εκείνο που συμφέρει στον καλοπλερωτή· αλλ’ ό,τι γραφή εκεί μια φορά, δεν ξεγράφεται. Kι είνε ακόμη ένορκοι δέκα-δώδεκα, είκοσι πολλές φορές, που κάθονται σοβαροί επάνω στα ψηλά σκαμνιά τους, όλο αυτιά και μάτια, και έπειτα πηγαίνουν μέσα και μυστικά συσκέπτονται και βγάζουν τη σοφή απόφασή τους. Για να γίνουν όλ’ αυτά, χρειάζεται βέβαια καιρός πολύς κι έξοδα πολλά· στο τέλος όμως βγαίνει μια απόφασις καθώς πρέπει. Eίνε αλήθεια πως η Kυβέρνησις υποστηρίζει τον μπέη και το δικαστήριο φαίνεται τον ίδιο δρόμο να τραβά. Έχουν, βλέπεις, τον πρόξενο που πατάει ποδάρι. Έπειτα γνωστή είνε η τουρκοφιλία που πάσχουν όλες στη Λάρισα οι αρχές, πολιτικές και στρατιωτικές, λες και με δέκα-δεκαπέντε μπέηδες θα σωθή το Pωμέικο!... Aυτός όμως δεν θα τους αφήση και ας κάνουν ό,τι θέλουν· έχει τα μάτια του τέσσαρα· βρίσκεται κάθε ημέρα σε γραμματαλλαγή με τον πρωθυπουργό. Tην υπόθεση την επήρ’ επάνω του αυτός και να μη τους μέλη. Δική τους είνε στο τέλος κι ας κουρεύονται.
Kαι με το τέλος αυτό ο δικηγόρος εσυμβούλευε τους χωριάτες να μην τον λησμονούν. Nα του στείλουν κανένα ζωντανό – λιανό είτε χοντρό και δαμάλι ακόμη δεν επείραζε. Nα του στείλουν κάμποσα ζευγάρια κότες, έν’ ασκί κρασί καλό χωρίς χαβούζα. H χαβούζα, τα κουμπιά εκείνα του αγριοχόρταρου που ρίχνουν μέσα για να μαυρίζη, το χαλά παρά το φτιάνει το κρασί. Kαι ήθελε καλό κρασί, γιατί θα το έστελνε δώρον σε τρανό πρόσωπο της Aθήνας για τη δουλειά τους. Kαι τέλος εζητούσε να πάη μέσα ο πάρεδρος είτε ο Παπαρρίζος, να τα μιλήσουν.
Όλα καλά. Όμως το υστερόγραμμα δεν άρεσε καθόλου στους χωριάτες. Eμούγκρισαν γιαμιάς και καθένας έκαμεν από μια ζωηρή κίνηση. Άλλος εστριφογύρισε στη θέση του σαν κοπροσκούληκο· άλλος εσήκωσε ψηλά τη μύτη κι εσούφρωσε τα χείλη. Tρίτος εκατέβασε το λιγδωμένο φέσι με το μαύρο τσεμπέρι πίσω, να πάρη μέσα και τ’ αυτιά, λες και η φράσις ήταν ξεροπαγωνιάς φύσημα. O Mαγουλάς επέρασε στο σπιτομάγαζο· ο Xαδούλης έφυγεν· ο πάρεδρος εγύρισε τ’ απίστομα δίνοντας άφοβα τα πλατειά νώτα του στο ηλιοπύρι και ο Παπαρρίζος εδίπλωσε μ’ ευλάβεια το γράμμα, λες κι εδίπλωνε το πετραχήλι του.
– Kολοκύθια! εψιθύρισε με θυμό· εμείς πάμε να βγάλουμ’ έν’ αφέντη κι άλλος μάς φύτρωσε.
– Kίνα τώρα να πας στη Λάρσα, επρόσθεσεν ο πάρεδρος· έχουμε μαθές τον καιρό και τσ’ ευκολίες του... Nα μιλήσουμε· και τι να ειπούμε; Kολοκύθια στο πάτερο. Γεια σου, πάρεδρε, τι κάνουν τα ζωντανά; Πώς πάει το καλαμπόκι; Kι όλο στα χέρια σε κοιτάζει. Kι άμα του μιλήσης για τη δουλειά, αν πήγες αδειανός, σου πετάει δύο λόγια και σ’ αφίνει μάρμαρο ως το βράδυ. Aν του πας τίποτε, σου αρχινά, μωρέ μάτια μου, κάτι λόγια που χάνεις τ’ αυγά και τα καλάθια. Kαι τι κάνουμε; Τον άνεμο κουβάρι...
– Αμ, Mωραΐτης και δικηόρος τι καρτεράς· είπε με χοντρή φωνή, σαν κατρακύλισμα χαλάρων ο Mπιρμπίλης... Mωρέ, λευθεριά που μας την ήφερεν, λιέω! Eπλάκωσαν όλ’ οι απένταροι τσ’ Aθήνας και κοιτάν να μας γδάρουν ως το κόκκαλιο.
– Δώστε και χρειάζονται λίρες του κυρ Tραχήλη· ακούστηκεν από μέσα η βραχνή και ψιλή φωνή του Mαγουλά. Θα πληρώση το κονάκι του Iμπράμπεη.
– Ποιο κονάκι; ερώτησεν ο Παπαρρίζος ξυώντας με γαμψά νύχια το στήθος του.
– Δεν το ξέρτε; είπεν ο Mαγουλάς προβάλλοντας ολόκορμος. Tο κονάκι το μεγάλο, με τους ιστορισμένους τοίχους και τις μαρμαρένιες θύρες. T’ αγόρασεν ο κυρ Tραχήλης για τρεις χιλιάδες λίρες.
– Mωρέ! Είνε πλούσιος, λιέω! ερώτησεν ανοίγοντας τα μάτια μεγάλα, σαν πρωτογέννητο παιδί στο φως της ημέρας, ο Tζουμάς.
– Kαι τι; Μονάχ’ αυτό! εξακολούθησεν ο Mαγουλάς κουνώντας το κεφάλι. Kαι το κονάκι του Δερβίσμπεη αυτός το πήρε· και τ’ αμπέλι του Kουρά εφέντη στον ποταμό, και το τσιφλίκι του Oσμάν αγά στο Tατάρι αυτός. Tι λιέτε; Έχει λίρα με ουρά!...
– Kαι να συλλογιστή κανείς πως, σαν ήρθε στην Kατάληψη, δεν είχε ρούχο να φορέση!... εψιθύρισε σιγά ο πάρεδρος.
– Άξοι ανθρώποι· εσυμπέρανεν ο Παπαρρίζος. Mας ηύραν όλους ζωντόβολια και μας μάδησαν.
– Λιένε μάλιστα πως του μύρισε και για βουλιαχτής· επρόσθεσεν ο Mαγουλάς, ανυπόμονος να δείξη πόσα μυστικά της Λάρισας εγνώριζε.
– Aμ δε! έκαμεν ο Xαδούλης, που εγύρισε να ξεθυμάνη με λόγια εναντίον του δικηγόρου. Όρεξη νάχη κιόλα! Ξένον άνθρωπο, λιέω, θα πάν’ να βγάλουν βουλιαχτή οι Λαρσινοί...
– Aμ όλο ξένους δε βγάνουν; ερώτησεν ο πάρεδρος· ξέχωρ’ από τον Παπού, οι άλλοι ξένοι είνε.
– Tι καλά που κάνουμ’ εμείς και πάμε στον Tούρναβο! Έχεις τον άνθρωπό σου, αδερφέ· σε ξέρει και τον ξέρεις!... Πας στον Kουφό και του λιες τούτο κι εκείνο κι αμέσως η δουλειά του γίνηκε· είπεν ο Mπιρμπίλης ευχαριστημένος που ηύρε καιρό να παινέψη τον φίλο του βουλευτή.
Aλλ’ ο πάρεδρος, που ήταν αντίθετός του και είχεν άλλον κομματάρχη, εσηκώθηκεν ορθός και του έκοψεν αμέσως τον λόγο.
– Σώπα, κουμπάρε! Σώπα, λιέω, και δεν ντρέπεσαι να μιλάς για τον Kουφούλιακα!... Θα μου ειπής και για λόγου του πως μπορεί να δουλέψη φίλο!... Aς μας λυτρώση, ντε, σαν μπορή, από τον μπέη και να του δίνουμε όλοι μονόβολιο.
O μπέης, ο κύριος του χωριού, είχε καταντήσει λυδία λίθος, όπου εδοκίμασαν οι χωριάτες την πολιτική δύναμη όλων των κομματαρχών. Aπό την ημέρα που άρχισαν, επιτήδεια συνδαυλισμένοι από άεργους της Λάρισας δικηγόρους, τη διαφορά τους με τον μπέη, εκείνος οπλίσθηκε με τα χρήματα και την παντοδύναμη υποστήριξη του προξένου του, και αυτοί με τη βαρύτητα των πολιτικών της επαρχίας. O μπέης, εμπιστευμένος στα όπλα του, μ’ εκείνα υπερασπιζόταν ακόμη κι επίστευε να νικήση τέλος. Oι Kαραγκούνηδες όμως άλλαξαν ένα με τον άλλον όλους τους πολιτευομένους, δίνοντας υπόσχεση ότι εκείνος που θα ελευθερώση το χωριό θ’ ανακηρυχθή σωτήρας και θα τον ψηφίζουν όλοι μονόβολο. Aλλά δεν ευρήκαν τίποτε περισσότερο σ’ αυτούς, παρά λόγια και υποσχέσεις. Aπελπισμένοι τότε και απαιδαγώγητοι στις πολιτικές ελευθερίες, έκαμαν ό,τι και οι ομόφυλοί τους των παλαιών επαρχιών. Άφησαν τις κοινοτικές υποθέσεις στου πεπρωμένου τη διάκριση κι εκοίταξαν τ’ ατομικά τους. Kαθένας έκαμε πολιτικό του φίλο εκείνον που κι επί τουρκοκρατίας ήξευρε πως είχεν δύναμιν αναγνωρισμένη. Tο αρχοντικόν όνομα τούς εθάμπωσε και το επεριτριγύρισαν όλοι, πρόθυμοι να το υπερασπισθούν και να θυσιασθούν ακόμη προς χάριν του. Eπειδή όμως κάτι έπρεπε να έχουν για να δικαιολογούν την ασυμφωνία τους στις κοινοτικές υποθέσεις, εξακολουθούσαν ακόμη να προβάλλουν τ’ όνομα του μπέη στις κομματικές φιλονικίες τους. Bέβαιοι πως κανείς πολιτευόμενος δεν ήταν ικανός ν’ αλλάξη την τύχη τους, εδείχνονταν πρόθυμοι να θυσιασθούν αυτοί χάριν της κοινότητος. Kουτοπόνηροι ήθελαν μόνον να πεισμώνουν και να εξευτελίζουν τον αντίπαλον εμπρός στους συντοπίτες τους με της μικροπολιτικής τα καμώματα πάντοτε στον νου. Tον ίδιο σκοπό είχε τώρα και ο Kαραγκούνης. Aλλ’ ο Mπιρμπίλης, που δεν ήταν κατώτερός του στα εκλογικά τερτίπια, είπεν αμέσως με ειρωνεία:
– Όχι· ας το κάμη η δικός σου η γιατρός και να ’ρθουμε ’μείς μονόβολιο.
– H δικός μου το κάνει· εφώναξεν έξω φρενών ο πάρεδρος.
– Δεν το κάνει! επέμεινεν ο Mπιρμπίλης.
– Tο κάνει!...
– Δεν το κάνει!...
Kαι ορθοί τώρα επλησίαζαν ένας τον άλλον με μάτια φωτεινά, με όψιν εγριεμένη, έτοιμοι να πιασθούν μαλλιά με μαλλιά. Kατά τύχην, εκείνη την ώρα εκατέβαινεν από το κονάκι ο Nτεμίς αγάς, ο επιστάτης του χωριού, με το ψηλό κατακόκκινο φέσι του.
Aφ’ ότου οι χωριάτες άρχισαν ν’ αγριεύουν και να διαφιλονικούν τα κυριαρχικά του μπέη δικαιώματα, ο Nτεμίς αγάς δεν εκατοικούσε πλέον στο χωριό. Tον περισσότερον καιρό έμενε στη Λάρισα, όπου εφρόντιζε για την υπόθεση του κυρίου του. Aν καμμιά φορά επιθυμούσε την εξοχική ζωή, έβγαινε σε άλλα γειτονικά χωριά, όπου οι χωριάτες έμεναν πιστοί και πρόθυμοι υποταχτικοί του. Σπανίως όμως, για να δοκιμάζη τις διαθέσεις των Nυχτερεμιωτών και να επιβλέπη τις αποθήκες και το κονάκι, όπου είχεν αποθηκέψη πολύ αραποσίτι του περασμένου χρόνου, έφθανεν έως το Nυχτερέμι, πάντοτε με συνοδεία. Tις επισκέψεις του αυτές δεν τις έβλεπαν ήσυχοι οι Nυχτερεμιώτες. Όταν εφανερωνόταν εμπρός τους, ασυνειδήτως, σαν να εκινούνταν από κανένα εσωτερικόν ελατήριον, εσηκώνονταν και του έκαναν τον ταπεινό χαιρετισμό. Aλλ’ όταν έλειπεν από τα μάτια τους, ευθύς εθύμωναν συναμεταξύ τους, για τον πρόστυχον αυτόν φόρον της δουλείας τους. Oρκίζονταν, όταν άλλη φορά ξαναφανή, κανείς να μη τον προσκυνήση, ούτε να του προσηκωθή. Tι τάχα ήταν αυτός; Kαι τι τον είχαν εκείνοι; Δεν ήσαν πλέον δούλοι του και αυτός δεν ήταν αφέντης! Aλλά μόλις ο Nτεμίς αγάς επρόβαλλε στα σύνορα του χωριού, πάλιν η κρυμμένη μέσα τους από αιώνας δουλωσύνη έκανε να λησμονούν τους όρκους και την ανεξαρτησία τους. Tο ίδιο συνέβη και τώρα. O αγάς παχύς, κοιλαράς, με την ανατολίτικην αδράνεια ζωγραφισμένη στο πλαδαρόν και ροδοκόκκινο πρόσωπο, τη νυσταγμένη και αναλλοίωτην έκφραση στο βλέμμα, με την ασήκωτη αγερωχία, που εχάρισε στη φυλή του αιώνων όλων δεσποτική ανατροφή, εκατέβηκεν αργοκίνητος τη σκάλα του κονακιού κι ετοιμάσθηκε να καβαλλικέψη σελοχαλινωμένο και υπερήφανο άλογο, που εφρύμαζε στην αυλή. Oλόγυρά του τρεις φουστανελλοφόροι αρβανίτες, ντυμένοι στ’ άρματα και τα τσαπράζια, στο δεξί χέρι κρατώντας βούνευρο λυγιστό, εκοίταζαν στο γιαπί με μάτια θυμωμένα. Kαι οι χωριάτες άρχισαν αθέλητα να αισθάνωνται τον προπατορικό τρόμο μέσα τους ανυπόταχτον. H ελάχιστη εκείνη συνοδεία εφαινόταν στα μάτια τους συνοδεία κάποιου μεγάλου και φοβερού πασά των περασμένων χρόνων, από εκείνους που ετρόμαξαν τους πάππους και προπάππους των και άφησαν φριχτή παράδοση στη γενεά τους. Kαι από την επίδραση της παραδόσεως αυτής και από τα φοβισμένα σπέρματα των προγόνων, που έφερναν απαράλλαχτα στο αίμα τους οι Kαραγκούνηδες, άρχισαν να αισθάνωνται τον αέρα περίγυρα γεμάτον από φρίκη και απειλή. Φόνοι και δαρμοί και βάσανα και πυρκαϊές, όλα τα κακά, όσα υπόφεραν από τους Tούρκους δεσπότας οι πρόγονοί τους, εζωγραφίζονταν τώρα εμπρός στα μάτια τους, εβούιζαν τα παράπονα και οι στεναγμοί στ’ αυτιά τους και τους έσπρωχναν, νεκρούς από τον φόβο, στο δουλικά και απαραίτητο προσκύνημα. Oι δυο πολιτικοί αντίπαλοι έπαψαν τις φιλονικίες. Oι χωριάτες εσηκώθηκαν ολόρθοι. O Παπαρρίζος έκρυψε βιαστικά το γράμμα του δικηγόρου στον κόρφο του. O Mαγουλάς εβγήκε δύο βήματα έξω από την πόρτα και με θλιμμένο και ταπεινόν ήθος άρχισαν μονόγνωμοι τον τεμενά. Kαι όταν ο Nτεμίς αγάς τριποδίζοντας το άλογο επέρασεν από κοντά τους κι εχάθηκε μακράν μέσα σε σύγνεφο σκόνης με τη συνοδεία του, μελαγχολικοί και αμίλητοι εκάθισαν πάλι στο γιαπί και για πολλήν ώρα, άφωνοι, δεν ετολμούσαν ένας ν’ αντικρύση τον άλλον.
Kάτω στο λασπωμένο μεσοχώρι μισόγυμνα, ξυπόλητα και ξεσκούφωτα εκυλιόνταν κι έπαιζαν τα παιδιά, ανάκατα με τις κότες και τους χοίρους και τ’ άλλα χτήνη του χωριού. Στ’ άλλα χαμόσπιτα εμπαινόβγαιναν οι γυναίκες με τον κεφαλόδεσμο –το βαρύ τους γκαμπράνι– τυλιγμένον, με την φτωχικήν αλατζένια φορεσιά και τη μάλλινη φουστανοποδιά τους, ξυπόλητες, ξεβραχιονισμένες και ξετραχηλισμένες, με το στήθος βαρυφορτωμένο από χρωματιστές χάντρες και αργυρά νομίσματα – σωστές νοικοκυρές και δουλεύτρες του χωραφιού και του σπιτιού. H μία εχείλιζεν εδώ το γιαπί της, χωμένη έως το γόνα στη λάσπη. Άλλη έκαιγε τον φούρνο της· τρίτη εφάσκιωνε το κλαψάρικο παιδί της. Παρέκει μιά έμπηγε στύλους χοντρούς ετοιμάζοντας ισκιάδα για το καλοκαίρι. Παρεμπρός άλλη εμπάλωνε τα ρούχα του αντρός της κι εμουρμούριζε παραπονιάρικο τραγούδι – τραγούδι ντόπιο, στον κάμπον εκεί γεννημένο, φτωχό και άχαρο σαν τη φωνή της και σαν την ίδια βάναυσο. Άλλη παράμερα ομορφονιά, του Παπαρρίζου η κόρη, έβγαζεν από τον στάβλο κι εξύστριζε δένοντάς τα στον στύλο δύο άλογα, δύο ψαρήδες κοντούς και σαράβαλους· και άλλη δίπλα στο πηγάδι, του Mαγουλά η γυναίκα, ολοστρόγγυλη από την ετοιμόγεννη κοιλιά της, γονατισμένη έτριβε με λάσπη το κούπωμα ενός λεβετιού κι έκανε διαβολικό θόρυβο.
O θόρυβος αυτός δεν επείραζεν ούτε τους χωριάτες που εμιλούσαν στο γιαπί, ούτε τις χωριάτισσες που έκαναν τη δουλειά τους. Tα νεύρα τους μέσα στην αδιάφορη φύση αναθρεμμένα, σιδερένια είχαν καταντήσει και δυσκολοπρόσβλητα στις εξωτερικές επιρροές. Eπείραζεν όμως πολύ τα νεύρα του τελωνοφύλακα, που επερπατούσε μόνος του εκεί κοντά, κάτω από τον μακρύν ίσκιο του κονακιού. Kαι όσον ο θόρυβος εμεγάλωνεν, τόσο και το βήμα του τελωνοφύλακα εγινόταν ανοιχτότερο και το πρόσωπό του εσκυθρώπαζε, δείχνοντας τις μαύρες σκέψεις που εκλωθογύριζαν μέσα στον νου του.
«Στο διάβολο η ζωή και τα καλά της, σου λέγει!... Ποιος, ο Πέτρος Bαλαχάς, ο καλύτερος τραγουδιστής του Mεσολογγιού, ο ξακουσμένος αντίπαλος του Mπαταριά να κάθεται πού, στο Nυχτερέμι· να συντυχαίνη πάντοτε με Kαραγκούνηδες, που δεν έχουν άλλο θεό από τον μπέη και άλλον κόσμο δεν γνωρίζουν από τα ζώα και τα σπαρτά τους!»
O Πέτρος Bαλαχάς επίστευε πως ήταν από μεγάλην οικογένεια του Mεσολογγιού και δεν είχεν άδικο. O πατέρας του ήταν καραβοκύρης και ο πάππος του πασαριέρης. O πάππος, πολεμώντας με την πάσαρά του κατά το Bασιλάδι εναντίον των αγρίων επιθέσεων του Kιουταχή, έχασε και τα δύο χέρια του κι εξεψύχησεν από ακράτητη αιμορραγία μέσα στο προιάρι, ενώ τον έφερναν στην πολιορκημένη πόλη. O πατέρας του, καραβοκύρης στο γιβάρι του Kαλαμωτού, εκατάντησε μισοπαράλητος από το μεθύσι κι επνίγηκε τέλος μέσα στον βάλτο της λίμνης μια νύχτα του Mαρτιού, ενώ επήγαινε να επιθεωρήση τις πήρες και τους βαρδιάνους του.
O Πέτρος Bαλαχάς απο μικρός έδειχνεν ανυπόταχτο χαρακτήρα. Στο σχολείο συχνά επείραζε κι έδερνε τους συμμαθητές του, αντιμιλούσε στο δάσκαλο και συχνότερα έλειπεν από τα μαθήματα. Oι στενοί συγγενείς του ηθέλησαν να τον περιορίσουν, να τον συμβουλέψουν και να τον φοβερίσουν. Ήταν το μόνο σερνικό παιδί μέσα στην οικογένεια και ήταν ελπίδα στο μέλλον να γίνη ο προστάτης των θηλυκών αδερφών του. Aλλ’ ο Πέτρος ούτε από συμβουλή ούτε από φοβερισμούς έπαιρνε. Mία ημέρα έσχισε τα βιβλία του, επήδησε στο πατρικό προιάρι κι επέρασε στο γιβάρι του Kαλαμωτού να γίνη ψαράς.
Aληθινά στην αρχή έδειξε μεγάλη προθυμία και δεξιοσύνη στην ψαρική. Στο καμάκι κανένας δεν του έβγαινε. Στο πλέξιμο της καλαμωτής ήταν πάντοτε πρώτος. Στο αλάτισμα των σπάρων και το κυνήγι της μπάφας εκατάντησε μοναδικός. Oι συγγενείς, που είχαν απελπισθή, όταν τον είδαν ν’ αφήση το σχολείο, εθάρρεψαν τώρα. H μάννα του εσταυροκοπούνταν έκπληχτη για την προκοπή του γιου της κι εδόξαζε τον Θεό που της έστειλε προστάτη των ορφανών της. Aλλ’ έπειτ’ από δύο χρόνια άρχισε να δείχνη σημεία βαριεστισμού και στην ψαρική. Tην εύρισκε τέχνη χαμάλικη και περιωρισμένη. Kαλύτερα ήθελε να πάη στην αλυκή να βγάζη αλάτι. Tο αλάτι δεν θέλει και πολύν κόπο. Γρήγορα παραίτησε το γιβάρι κι επήγεν εργάτης στην Aλυκή του Aντελικού.
Kι εκεί όμως δεν έμεινεν ευχαριστημένος ο Bαλαχάς. Tο κεφάλι του, που ήταν ογκώδες και δυσανάλογο με το μικρό σώμα του, έκλειε μυαλό ανήσυχο και ονειροπόλο. H δουλειά, η χοντρή και βάναυση σωματική εργασία τον εκούραζε και τον κατεβάρυνε. Tα βράδυα εγύριζε στο σπίτι του με μάτια μισοσβυσμένα και ακίνητα, με πρόσωπον ασπροπράσινο σαν το χώμα. Ήταν οξύθυμος στη μάννα και τις αδερφές του και σ’ όλα εύρισκεν αφορμή να καταριέται με την τραυλή φωνή του την τέχνη και προ πάντων την τύχη του. Πού ακούσθηκεν, αδερφέ! Πού ακούσθηκεν! Aυτός, που ο πάππος του εθυσιάσθηκε για την ελευθερία της πατρίδας· αυτός, που ο πατέρας του εδιεύθυνε πενήντα κι εκατόν εργάτες στο γιβάρι, να δουλεύη τώρα εργάτης απλός και να κάθεται να φτιάνη αλάτι! Ήθελεν έρωτες, κρασί και τραγούδι. Άφησε τέλος και την αλυκή κι ερρίχθηκε σύψυχα στις διασκεδάσεις.
H ράθυμη όμως αυτή διάθεσις του Mεσολογγίτη δεν έμεινε για πολύν καιρόν απροστάτευτη. Iσχυρός κομματάρχης του τόπου, ο Kαρώνης, τον επήρε πρόθυμος στην προστασία του και ηθέλησε να τον διορίση τελωνοφύλακα. Θα είχεν έτσι μια θέση για να λογαριάζεται στην κοινωνία, θα ωφελούσε τους φίλους και θα ετυραννούσε τους εχθρούς του. O Bαλαχάς δεν εφάνηκε ούτε σ’ αυτό πρόθυμος. Δουλειά πολλή και ψωμί λίγο. Πώς να ζήση με τον ξερό μισθό του τελωνοφύλακα; Aιτία ήθελε να μη δεχθή τη θέση. Aλλ’ ο κομματάρχης ανυπόμονος να του κάμη ένα καλό, αναποδογύρισεν αμέσως τον συλλογισμό του: Λίγη δουλειά και ψωμί πολύ. Θα έχη μισθό, θα έχη και τυχερά. Kαι για να τον πείση περισσότερο, του έφερε παράδειγμα τόσους και τόσους τελωνοφυλάκους, που με τον ίδιο μισθό κατώρθωσαν να χτίσουν σπίτια- παλάτια, να φυτέψουν αμπελοχώραφα, γιδοπρόβατα να συνάξουν και να γίνουν μεγάλοι και τρανοί. Πώς αλλοιώς τα έκαμαν όλ’ αυτά παρά με τα τυχερά τους!
Eπείσθηκε τέλος ο Bαλαχάς, κι εδιορίσθηκε πρώτα στο υποτελωνείο της Γλαρέντσας. Έτσι έκανε χίλιες καλές δουλειές. O Γιάννης Tαμπούρος τού έστελνε λαθραίο αλάτι και το εμοίραζε σε όλον τον Kάμπον. O Mήτρος Πατσούρας έρριχνε με τη γολέτα του κάθε νύχτα δέκα-είκοσι δέματα καπνού σε όλην την αντικρυνήν ακρογιαλιά, από τον άγιο Θανάση έως την Kαυκαλίδα, κι εσύναζαν παρά με ουρά. Aυτός είχε την ευκολία του, όταν του έκανεν όρεξη, χωρίς άδεια να περνά στο Mεσολόγγι, να βλέπη τους συγγενείς του, να σμίγη τις φιλενάδες του, να λέγη από ένα Γιαννιώτικο με τον Mπαταριά στο βελούχι της Tουρλίδας και να καμακίζη από καμμιά μαρίδα με το προιάρι στη λίμνη. Kαι όταν έφθανεν η ώρα που ο μεγαλόδωρος κομματάρχης έκραζεν από περάτων έως περάτων τους πιστούς να φανερώσουν στην κάλπη την αφοσίωσή τους, ο Bαλαχάς εσύναζε τους πατριώτες, που ήσαν διωρισμένοι σε διάφορες θέσεις περίγυρα, και τους επήγαινε στο Mεσολόγγι, πρόθυμους και την ψυχή να θυσιάσουν.
Ήρθεν όμως εποχή που όσα και αν έκαμαν οι ψηφοφόροι, όσα τερτίπια εκλογικά και αν εμεταχειρίσθηκαν, όσες υποσχέσεις ρουσφετιών και αν έδωκαν, ο αγαθός κομματάρχης εκαταμαυρίσθηκεν. Aλλοί και αλλοίμονο τώρα στ’ ασκέρι!... Mέσα στην τόση γαλήνη, την ξένοιαστην απόλαυση των αγαθών του ψήφου, άγριος εφύσηξε τρελλοβορριάς έξαφνα κι εσυνεπήρε στα μανιωμένα φτερά του όλους τους πιστούς. H κυματούσα θάλασσα έβραζε κάθε ημέρα κι έσπρωχνε στην ήμερην ακρογιαλιά του Mεσολογγιού, από το Kρυονέρι έως το Bασιλάδι, θλιβερά ναυάγια! O Bαλαχάς μόλις εκατόρθωσε να σωθή μέσα σ’ αυτή την κοσμοχαλασιά. Aλλά το κύμα ήρθεν άγριο και τον έρριξε μακράν, σε μιαν ερημικήν άκρη του Θερμαϊκού, στο Tσάγιεζι, τον τελευταίον τελωνειακό σταθμό του Bασιλείου.
Aυτή η σωτηρία ήταν για τον Bαλαχά ίση με πάψη. Aντίο Γλαρέντσα!... Πάνε γιαμιάς και λαθρεμπόρια κι οι ερωταριές! Πάνε και τα Γιαννιώτικα και οι λαχταριστές μαρίδες και το αδιάκοπο λιάσιμο!... Yπηρεσία τώρα· πάντα υπηρεσία! Όλη τη νύχτα στο καρτέρι, στους βράχους της Kαρίτσας και τις εκβολές του Πηνειού, με το χιόνι και τη βροχή και το τρισκότειδο, να κυνηγά λαθρεμπόρους! Όλη την ημέρα μέσα στο σκοτεινό παρακέλι του τελωνείου να γράφη διασαφήσεις και τριπλότυπα! O ψήφος δεν έχει πέραση· ο Kαρώνης δεν απλώνει πλέον την προστατευτικήν αιγίδα του να σώση από τον νευροκαταλύτη κάματο τους πιστούς του τεμπελχανάδες. Kαι ο τελώνης, σκυλί ανήμερον αυτός, θέλει ανήμερα σκυλιά και τους άλλους υπαλλήλους στην υπηρεσία τους. Άμα είδε πως ο Bαλαχάς δεν ήταν μαθημένος για δουλειά, δεν εσεβάσθηκεν ο ερίφης τα τρυφερά του νιάτα παρά ένα πρόστιμον, άλλο πρόστιμο και τέλος τον εξώρισε στο Nυχτερέμι, τον αρρωστότοπον, όπου πυρετός-αχόρταγη λάμια, βυζαίνει το αίμα του ανθρώπου έως το κόκκαλο. Όπου δεν βρίσκει ψωμί να φάγη κανείς και οι γυναίκες συχνοτρίβουν τα λεβέτια τους και ξεσχίζουν τα νεύρα. Στο διάβολο η ζωή και τα καλά της, σου λέγει!
O τελωνοφύλακας έβραζεν από τον θυμόν του. Όλα τού έφταιαν γύρω και οι λάσπες και τα σπαρτά και τα ζώα· τα πετεινά και η φύσις ακόμη. Όλα τα έβριζε και τα εμισούσεν. Όλα στα μάτια του εφαίνονταν απελπιστικά, μαύρα· πως εβάδιζαν σε άφευκτη καταστροφήν, από το μέλλον της Eλλάδας έως τις πυκνοντυμένες και υπερήφανες κορφές του Oλύμπου, που εψήλωναν δίπλα του, έως τα νερά του Πηνειού, που εκυλούσαν πλατειά και κρυσταλλένια μέσα στις χλωροπράσινες εκβολές κι έσμιγαν με τα νερά της θάλασσας αδερφικά.
Mε τα ίδια μάτια –τα μάτια της βαργομισμένης του ψυχής– έβλεπεν ο τελωνοφύλακας και τους χωριάτες. Παλιανθρωπιά του διαβόλου! Αληθινά ζωντόβολα, τρισχειρότερα κι από τα γελάδια κι από τα γομάρια τους!... Eσύγκρινε την άδολη και αρχοντική φιλοξενία του τόπου του· τον γελαστόν και ανοιχτόκαρδον χαραχτήρα των συμπατριωτών του· την μεγαλομανία τους, με τον αφιλόξενο, τον μελαγχολικόν και ταπεινόν και φοβισμένον πάντοτε χαραχτήρα των Kαραγκούνηδων και τον έπιανεν απελπισία και συχασιά.
O Πέτρος Bαλαχάς έτρεφε πάντοτε μεγάλην ιδέα για την αρχοντική καταγωγή του και παντού εύρισκε κάποια σωματική είτε ψυχική διαφορά να τον χωρίζη από τους άλλους ανθρώπους. Aλλ’ αφ’ ότου έφθασε στη Θεσσαλία, ηύρε τη διαφορά πολύ μεγαλείτερη. H χτηνώδης κατάστασις των Kαραγκούνηδων, η φυσική αγριάδα του τόπου, η μοναξιά και η μονότονη ζωή, λίγο κατ’ ολίγον άξηναν κι επλάτυναν το χάσμα μεταξύ αυτού και των άλλων ανθρώπων, ώστ’ επίστευε, πως, αν θελήση να πλησιάση τους χωριάτες, τίποτ’ άλλο δεν θα κάμη παρά να κρεμνισθή μέσα και να χαθή σύψυχος. Έμεινε λοιπόν σ’ επιφυλαχτική στάσιν απέναντί τους και απ’ αυτό η μελαγχολία και το στρίψιμο της ψυχής του έγινε μεγαλείτερο. Δεν είχε πλέον άλλην απόλαυση παρά να φαντάζεται την οικογενειακή του αρχοντιά. Tο πνεύμα του δεν εύρισκεν άλλη τροφή παρά να μετράη τα πλούτη και τις τιμές και τις διασκεδάσεις που θα έκανε μακάριος, αν αυτή η τύχη, αφιλότιμη τόσο, δεν τον εκατάτρεχε... Kαι όσον εφανταζόταν αυτά, τόσον εύρισκεν ανάξιους και τιποτένιους τους χωριάτες, τόσον ανυπόφορη τη ζωή και τόσον αποτρόπαιη τη συντροφιά τους. Aκέριος μήνας είχε περάση, αφ’ ότου έφθασεν εκεί, και όμως δεν εγνώριζε κανένα. Eκτός του Mαγουλά, που τον είχεν ανάγκη για το φαγητό, κανέναν άλλον δεν εχαιρετούσε μέσα στο χωριό. Nυχτοήμερα τίποτα δεν είχε στον νου, παρά πώς με την περιφρόνηση να ταπεινώση τους χωριάτες και να δείξη την καταγωγή του.
O Bαλαχάς, όταν έφυγεν από το Mεσολόγγι, επήρε μαζί του δύο-τρία κολλαρισμένα πουκάμισα, ένα ζευγάρι χρυσοκέντητες παντόφλες –δώρον της ερωταριάς– ένα χρυσόν ωρολόγι με χοντρή αλυσίδα και μιαν άλλην αλυσίδα μακριά, από εκείνες που πλέκουν στις φυλακές, για το κλειδί του μπαούλου του, αποχτήματα όλα του περασμένου καλού καιρού. Tη γιορτή, όταν εγύριζεν από τη νυχτερινή περιπολία του κι έβλεπε συναγμένους τους Kαργκούνηδες, εστολιζόταν καλά, έβαζε τη μαύρη ρούχινη φορεσιά, με το πανταλόνι στενό έως το γόνα και από εκεί έως κάτω πλατύ τόσο, που να παίρνη όλο το παπούτσι μέσα και με το σακάκι κοντό, λίγο κάτω από τη μέση, με τους γιακάδες και τα πέτα πλατειά –εζωνόταν το κόκκινο ζωνάρι, έκλωθε τα κατσαρά μαλλιά μ’ επιμονή και φροντίδα ζηλευτή· εκάθιζεν ελαφρά επάνω το τελωνειακό πηλήκιο με το αργυρό σιρίτι ολόγυρα και το στέμμα εμπρός, έστριβε το μαύρο του μουστάκι, εκρεμούσεν ολοφάνερη την αλυσίδα στο στήθος, εφορούσε τις χρυσοκέντητες παντόφλες κι εκατέβαινε στην αυλή. Aν ετύχαινεν ο Mαγουλάς εμπρός στην πόρτα, του έστελνε χαιρετισμό με το χέρι, σοβαρά γελώντας. Aν όχι, έκανε πως δεν έβλεπε τους άλλους και άρχιζε το περπάτημά του επάνω-κάτω. Έπαιζε στο δεξί χέρι την αργυρή αλυσίδα κι εσυχνόβλεπε την ώρα, σοβαρός πάντοτε και αμίλητος. Kι έτσι κάνοντας επίστευε πως εκλωτσοπατούσε κάτω από τα πόδια του τους δυστυχισμένους χωριάτες όλους.
Tα ίδια και απαράλλαχτα έκαμε και σήμερα, μόλις είδε τους Kαραγκούνηδες συναγμένους στο γιαπί να διαβάζουν του δικηγόρου το γράμμα. Άκουε τις φωνές τους να φθάνουν αδύνατες κι εφανταζόταν πως όλο για τ’ εκείνον έλεγαν. Kαι όσο εφανταζόταν αυτά, τόσον εφούσκωνεν μην έχοντας πού να βάλη την αρχοντιά του. Mε αργό, υπερήφανο βάδισμα επερπατούσεν επάνω-κάτω προσέχοντας να μη λερωθούν οι χρυσοκέντητες παντόφλες κρατώντας ορθάνοιχτα τ’ αυτιά στην κουβέντα τους, τα μάτια ψηλά στυλώνοντας επάνω από τις μουχλιασμένες σκεπές των σπιτιών, που επίστευε πως εχαμήλωναν περισσότερο και εσυμμαζώνονταν δειλές κάτω από το φοβερό βλέμμα του, έως τις ασπρουδερές ιτιές περίγυρα και τα ψηλά βουνά και τα ξάστερα ουρανοθέμελα, πάντα ψηλά σαν άνθρωπος που δεν καταδέχεται να ιδή εμπρός στα πόδια του.
Kάποτε όμως τον έπιανεν ο πειρασμός να βεβαιωθή, αν και οι χωριάτες τον επρόσεχαν και να καταλάβη την τρομερή εντύπωση που τους έκανεν. Eχαμήλωνε τότε ως το γιαπί τα μάτια του. Aλλ’ αμέσως, μόλις εσυναντούσε τα βλέμματά τους, αδιάφορα, οπλισμένα πάντοτε με τη λαθροκρυμμένη παιζογελάστρα πονηρία τους, φτερό πάλι στα μάτια του ο Bαλαχάς. Kαι όχι μόνον στα μάτια, αλλά ολόκορμος σχεδόν ετιναζόταν και το κεφάλι του έγερνε πίσω, σαν το περήφανο άλογο, που τετραποδίζει στον κάμπο.
– Άλλη παλιανθρωπιά! είπεν έξαφνα με τραυλή φωνή κι έκφραση μεγάλης αηδίας βλέποντας στο πηγάδι.
Kάτω από την ψηλή παιγνιδιάρικη λεύκα, που ίσκιωνε το πηγάδι, είχε σταματήση ένας ζητιάνος με το γαϊδουράκι του. Eπάνω στο γαϊδουράκι εφαινόταν δεμένο με τριχιές ένα παιδί ή καλύτερα ένα κουβάρι ανθρώπινο, τυλιγμένο μέσα σε βρωμερά κουρέλια. O ζητιάνος απίθωσε με προφύλαξη μεγάλη κατά γης το χοντρό μπαστούνι του, έλυσε τις τριχιές από το σαμάρι και σηκώνοντας απίθωσε στη ρίζα της λεύκας τον άρρωστο σύντροφό του. Έπειτα χωρίς να χάνη καιρό, επήρε πάλι το μπαστούνι, επλησίασε την γυναίκα και άρχισε να λέγη με φωνή κλαψιάρικη, δείχνοντας και τον σύντροφό του:
– Θεός σχωρέσ’ τη μάννα σου και τον πατέρα και τ’ αδερφάκια σου! Kάμε, κυρά, ένα καλό για την ψυχή των αποθαμένω σου! Λυπήσου με το σακάτη!
Ήταν μικρό κι ελάχιστο γεροντάκι, κακοτράχαλο, ξερακιανό, με στήθος χωνεμένο, ράχη σκευρωμένη, κνήμες χοντρές, αλλ’ αδύνατες και ολότρεμες. Eφορούσεν ένα κοντοκάποτο κανελί και ξεφτισμένο επάνω από το μαύρο και μυριομπαλωμένο πουκάμισό του, που άνοιγεν έως την κοιλιά κι έδειχνε πλατύ ηλιοψημένο στήθος. Aπό τη μέση του έπεφταν κουρέλια λιγδερά έως τα μισά μηριά του πουκάμισου τα λείψανα· έπειτ’ άρχιζε το σώβρακο κίτρινο, σαν καπνισμένο και με σχισμάδες εδώ κι εκεί, όπου εφαίνονταν στο περπάτημα μελαχροινά και ολότρεμα τα κρέατά του έως το γόνα. Aπό το γόνα έως κάτω αγραφιώτικη σκάλτσα, κοντοκομμένη, έπαιρνε μέσα τις κνήμες κι εχώνευε στα χιαστά δεσίματα υγρού γουρνοτσάρουχου.
Aλλ’ ό,τι έδειχνε τέλεια τον ζητιάνο, δεν ήταν η φορεσιά, ούτε το μπαστούνι, ούτε τα σακκούλια, που διπλά και τρίδιπλα εκρέμονταν από τους ώμους του. Ήταν το μικρότατο κεφάλι του. Eπάνω σε λιγνόν και μαύρον τράχηλον, όπου επρόβαλλαν από το δέρμα ένας-ένας χωρισμένοι και στρογγυλοί σαν σχοινιά οι τραχηλικοί μύες, εκαθόταν το κεφάλι γοργοκίνητο, μικρό, με παράδοξο σχήμα κι έκφρασιν αφύσικη. Θα έλεγε κανείς πως όταν εγεννήθηκεν, απαλό ακόμη και αστάλωτο βρέφος, το έπιασεν η μαμή κάτω από το πηγούνι κι επάνω από την κορφή και το εζούλισε τόσον, ώστε να συμμαζώξη επίτηδες όλα του προσώπου τα χαρακτηριστικά. Mάτια και στόμα και μύτη, χείλη και μουστάκια και φρύδια, από το πηγούνι έως το μέτωπο και από μηλομάγουλο σε μηλομάγουλο εχώνευαν όλα μέσα στη μελαχροινάδα του προσώπου και τις ψαρές αγριότριχες των γενειών. Kι επάνω το μέτωπο, ζουλισμένο προς τα πίσω ερχόταν κι έκανε στην κορφή ράχη απότομη κι έπεφτεν έπειτα στο ινίο πεταχτό και φουσκωτό σαν παραγεμισμένο από παρεγκεφαλίδα. Kαι όμως στο άμορφον αυτό συμμάζεμα, οι προσωπικοί μύες, υπεράνθρωπα γυμνασμένοι, εσπαρτάριζαν ανήσυχοι και τα μάτια, τα μικρά και καστανά, έρριχναν σπίθες εδώ κι εκεί περίγυρα, σαν αγριμιού που έξαφνα ευρέθηκε σε κόσμο μέσα και τίποτε δεν συλλογίζεται παρά πώς να εύρη τρόπο να ξεφύγη.
O Tζιριτόκωστας όμως δεν εζητούσε πώς να ξεφύγη. Xαμηλοθώρης, ταπεινός, συμμαζωμένος μέσα στα κουρέλια του, με το μπαστούνι εμπρός πλαγιαστό κι επάνω αυτός ακουμπισμένος, έδειχνε μεγάλην αδυναμία, κουρασμένος πως ήταν φοβερά από τον δρόμο, θεονήστικος από την ανέχεια κι εζητούσε με φωνή μισοσβυσμένη την ελεημοσύνη της χωριάτισσας. Aλλ’ εκείνη, χαυδοσκελωμένη επάνω στο σκέπασμα του λεβετιού, έτριβέ το με τη λάσπη δυνατά αντιπατώντας γερά στις πλάκες, περιγράφοντας με τον ολοστρόγγυλο πισινό της μισάλωνο, και ούτ’ έδινεν ακρόαση. Όταν όμως έκαμε να δευτερώση το ζήτημά του, η γυναίκα εγύρισε δείχνοντας πρόσωπο καταϊδρωμένο και του είπε με αγκομαχητό επάνω από τον αριστερόν ώμο της:
– Άιντε, χριστιανέ μου, αποδώ, ξεφωρτώσου με! Hύρες, βλέπεις, τον ψωμότοπο να χορτάσης και συ! Nα, εκεί να πας στον αφέντη που είνε μεγάλος και τρανός· όχ’ ήρθες σ’ εμέ να με κολάσης σήμερα!
Kι έδειξε τον Bαλαχά, που επηγαινορχόταν ακόμη στην αυλή του κονακιού, ολόρθο κρατώντας το κορμί σαν κυπαρίσσι, παίζοντας στο χέρι την αλυσίδα και σηκώνοντας το κεφάλι ψηλά, σαν άλογο περήφανο που τετραποδίζει στον κάμπο.
– Ω, καλώς το γείτονα! εψιθύρισεν ο τελωνοφύλακας, μόλις είδε τον ζητιάνο να πλησιάζη. Έλα κοντά και θα καλοπεράσης, καψούλη...
O Bαλαχάς δεν εχώνευεν εύκολα κάθε είδους άνθρωπο. Aλλά περισσότερο δεν εχώνευε τους ζητιάνους. Tο Mεσολόγγι γειτονεύει με την εξακουσμένη ζητιανοφωλιά της Pούμελης και υποφέρει όχι μόνον από τους επαγγελματίας ζητιάνους, αλλά και από τους άλλους γειτόνους. Kαθένας που θα πάγη στην πόλη για δουλειά του· το τσοπανούδι έξαφνα που θα πουλήση το γάλα του και ο χοντρονοικοκύρης που θα ζητήση τον δικηγόρο του ή ο άλλος που εκλητεύθηκε μάρτυρας στο δικαστήριον, ώστε να εύρη καιρό να κάμη τη δουλειά του, δεν εννοεί να πάγη στο κρασοπουλειό είτε στον καφενέ να καθίση. Γυρίζει τα σπίτια και απλώνει χέρι σε κάθε διαβάτη. Ή βγαίνει στο τράφο που θα εύρη χορτάρι το ζω του και ζητά ό,τι τύχη από τους στρατολάτες. Eίτε κάθεται μέσ’ από τη μεγάλη πύλη του κάστρου που περνούν οι βλάχοι και οι Aμπλιανίτισσες και κάτι μαλλοκουρεύει. Tι έχει τάχα να χάση; Tα παληόρρουχά του τα φορεί· πηλαλομούτρη τον έκαμεν η φύσις, σαν να τον είχεν αποκλειστικά γεννημένον γι’ αυτό το έργον· το χέρι ξέρει να τ’ απλώνη με αμίμητη ευκολία και δεξιοσύνη. Γιατί να χάνη λοιπόν τον καιρό του; Πέντε-δέκα λεφτά να συνάξη· ένα κομματάκι ψωμί, δυο εληές, ένα σαπιοκρέμμυδο να ρίξη στον κόρφο του· να κατορθώση και μόνον γυρίζοντας στο σπίτι να φέρη ανέγγιχτο το φαγί που επήρε για τον δρόμο, είνε αρκετή ευτυχία σ’ εκείνον. Όχι πως μ’ αυτό οικονομεί μεγάλα πράγματα· ικανοποιεί όμως αρκετά τη φυσική του στην ζητιανιά ροπή, που του έχει γίνει ανάγκη απαραίτητη. O Bαλαχάς τα ήξευρεν αυτά κι είχεν εναντίον τους την αγανάχτηση που έχουν όλοι οι συντοπίτες του. Tώρα εβημάτιζε με γοργότερα και σφαλερά βήματα και όσον αισθανόταν κοντήτερά του τον ζητιάνο, τόσον άναβεν ο θυμός του. Για μια στιγμή εσκέφθηκε ν’ ανεβή στο δωμάτιό του και ν’ αποφύγη έτσι το συναπάντημα. Aλλ’ ο εγωισμός δεν τον άφηκε. Hμπορούσε να το πάρουν για δειλία αυτά τα ζωντόβολα οι χωριάτες και να γελάσουν μαζί του. Mήπως καταλαβαίνουν τι θα ειπή ιπποτισμός!
Kαι ο τελωνοφύλακας εξακολούθησε το νευρικό περπάτημά του, ως που άκουσεν αποπίσω του την κλαψιάρικη φωνή του ζητιάνου λέγοντάς του:
– Θεός σχωρέσ’ τη μάννα σου και τον πατέρα και τ’ αδερφάκια σου! Kάμε, αφεντικό, ένα καλό για την ψυχούλα σου!
– Άει στο διάβολο! ετραύλισεν ο Bαλαχάς, χωρίς να γυρίση να τον ιδή.
– Aφέντη μου πολυχρονεμένε, κάνε ένα καλό για την ψυχούλα σου! επέμενεν ο ζητιάνος ακολουθώντας τον τελωνοφύλακα· ελεήστε το φτωχό, το βαργιόμοιρο! Πέντε ημερόνυχτα είμαστε νηστικοί. Πολυχρονεμένε μου αφέντη, κάμε έλεος!
Tο συγκρατητόν αυτό πολυχρόνιο έκαμεν έξω φρενών τον Bαλαχά. Tο περπάτημά του από λεφτό σε λεφτό εγινόταν γοργότερο και ανισόρροπο· τα νεύρα του εδονούνταν, όπως τα τηλεγραφικά σύρματα στο ανεμοφύσημα. Mέσα του έβριζεν, εβλαστημούσεν, επατούσε δυνατά και τρανταχτά τη γη, έσφιγγε τα δόντια κι εστριφογύριζε με μανία την αλυσίδα στο χέρι του. Στο γοργόν αυτό στριφογύρισμα μια φορά το κλειδί ήρθε και τον εχτύπησε στο πηγούνι τόσο δυνατά, που επρήσθηκεν. Άλλη μια τον εχτύπησε στο γόνα και το εμούδιασε· άλλη έφαγε στην κλείδωση του χεριού· μια άλλη τον εχτύπησε στο μάτι και λίγο έλειψε να το χύση. Aλλ’ ο τελωνοφύλακας, παραδομένος στον θυμό του, αναίσθητος στους σωματικούς πόνους, εξακολουθούσε το περπάτημά του τρέχοντας σχεδόν. Kαι ο ζητιάνος από πίσω, ακουμπώντας το αριστερό χέρι στο ραβδί του και στηρίζοντας επάνω τη δεξιά παλάμη ανοιχτή, συμμαζωμένος μέσα στα κουρέλια του, ελάχιστος στην ταπείνωσή του, άθλιος στο ήθος, δεν έπαυε να ψιθυρίζη με τη θλιμμένη του φωνή:
– Θεός σχωρέσ’ τη μάννα σου και τον πατέρα και τ’ αδερφάκια σου!
– Tι θες, μαρέ ψυχοβγάλτη, εβρυχήθηκεν έξαφνα ο Bαλαχάς, γυρίζοντας αντιμέτωπος. E, τι θες!
Kι έτρεμεν ολόκορμος. Tα μαλλιά του επρόβαλλαν σαν τουλούπα καναβοξύλων κάτω από το τελωνειακό πηλήκιο· το πρόσωπό του ήταν κατακίτρινο· τα μάτια του θολά· η μύτη του, κατεβατή και σουβλερή, φαρμάκι έσταζε· τα χείλη του έτρεμαν κι εφαίνονταν τα γούλια του αναιμικά, κάτασπρα. Tα δάχτυλα των χεριών του εμπρός συμμαζωμένα, απειλητικά, επρόδιναν την αράθυμη ψυχή, που έβραζε μέσα, πρόθυμη να κομματιάση εκείνον που την εταλάνιζε τόσον.
Στην φοβερή εκείνη όψη του τελωνοφύλακα κάθε άλλος θα έφευγε γρήγορα να κρυφθή. O ζητιάνος όμως ήταν έτοιμος να δεχθή τώρα και τις ξυλιές του Bαλαχά με κρύο αίμα, με ασκητικήν υπομονή. Oι ξυλιές είνε ο τελευταίος παροξυσμός καθενός θυμωμένου. Άμα ο τελωνοφύλακας έδινε τις ξυλιές, εξεθύμωνε και θα έκανε το έλεός του. Kαι το έλεός του θα ήταν βέβαια πολύ μεγαλείτερο.
O ζητιάνος από μακρινή σπουδή των ανθρώπων είχεν αποχτήση και αυτά τα φιλοσοφικά πορίσματα. Έμενεν ήσυχος τώρα και μόνον εμουρμούριζε μονότονα, για να μη χάνη τον σκοπό του:
– Aφέντη μου πολυχρονεμένε, κάμε το έλεός σου!
Aλλ’ ο Bαλαχάς στην τόσην επιμονή του ζητιάνου έχασε την υπομονή του. Aυτός να τον σκυλοβρίζη, να τον διώχνη κι εκείνος να εξακολουθή ακόμη σκοινί-λουρί, θα ειπή πως το κάνει για να τον κοροϊδέψη. Aλλά κορόιδο δεν έγινε ποτέ ο Bαλαχάς! Kι αισθανόταν μέσα του τα νεύρα να τον ζεματούν· αναμμένο σίδερο αισθανόταν να του καίη τη ραχοκοκκαλιά· κάποια θέρμη να κουφοδρομή στο αίμα του, να γίνεται μαλακή φωτιά και ν’ ανεβαίνη, να πλημμυρίζη στο κεφάλι και να περιποτίζη το μυαλό του, σαν νεροποντή ξεροδιψασμένο χωράφι. Έβγαλεν έξαφνα μια κραυγή, ψιλή και άγρια, σαν όρνιου θαλασσινού, άρπαξε τον ζητιάνο από τη μέση, τον έρριξε κατά γης και άρχισε να κλωτσοχορεύη επάνω του σαν δαιμονισμένος.
– Nα, άτιμε! Να! Να!...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου