Περπάτησε μέχρι τους αμμόλοφους. Μην έχοντας αναπαυθεί, κουρασμένος από την χθεσινοβραδινή περιπέτεια, μάζεψε στον μικρό του σάκο όλα του τα υπάρχοντα, ήπιε νερό και βγήκε. Δεν είχε το κουράγιο να περιμένει την αλλαγή της εποχής που θα τον γαλήνευε θάβοντας στην γη το πάθος του θεού.
Περπατούσε δίχως να κοιτάζει πίσω. Στο βάθος τού δρόμου διέκρινε την ακίνητη φιγούρα ενός λιονταριού. Συνέχισε με σταθερά βήματα, φτάνοντας τόσο κοντά, που αρκούσε ν' απλώσει το χέρι για ν' αγγίξει τον γκρίζο όγκο του βουνού.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου