Ὅταν εὑρέθη ὁ πνιγμένος, ἀκριβῶς κάτω ἀπὸ τὸν βράχον τοῦ Κοιμητηρίου, ἀνάμεσα εἰς τὴν Μεγάλην Ἄμμον κ᾿ εἰς τὸν Ταρσανᾶν, ὀλίγον ἀκόμη ἤθελε νὰ βασιλέψῃ ὁ ἥλιος, ἢ μᾶλλον νὰ κρυφθῇ ὀπίσω ἀπὸ τὸ γεῖτον βουνὸν ἀντικρύ. Τότε αἱ ἀρχαὶ τοῦ τόπου - ὁ Εἰρηνοδίκης τοῦ πάλαι ποτὲ εἰρηνοδικείου, κι ὁ Νωματάρχης ὁ ἀστυνομεύων - ἀπεφάνθησαν ὅτι ἔπρεπε νὰ μείνῃ ὁλονυχτὶς ἄταφος, ἐπειδὴ ἦτο ἀνάγκη νὰ τὸν σχίσουν οἱ γιατροί, διὰ νὰ βεβαιωθῇ ἂν ἦτον πνιγμένος ἢ δὲν ἦτον.
Κ᾿ ἦτον καλῆς ψυχῆς ἄνθρωπος, ὁ συχωρεμένος ὁ Κώστας τοῦ Σταματάκη. Φαίνεται, εἶχε τάξει εἰς τὴν Παναγίαν τὴν Κ᾿νιστριώτισσαν, νὰ τὸν ἀξιώσῃ νὰ ταφῇ εἰς τὸ χῶμα τῆς μικρᾶς νήσου του - ἐκεῖ ἐπάνω εἰς τὸν θαλασσόπληκτον βράχον, ὅπου τὰ κύματα φαίνονται νὰ τραγουδοῦν μυστηριῶδες νανούρισμα εἰς τοὺς νεκροὺς - κ᾿ ἡ Παναγία ἡ Κ᾿νιστριώτισσα τοῦ παρεχώρησε τὸ ταπεινὸν αἴτημα, ἀφοῦ ἀπὸ τὴν στιγμὴν ποὺ ἔπλευσε ναυαγὸς εἰς τὸ κῦμα, καὶ ἀπέδωκε τὴν ἁπλοϊκὴν ψυχήν του πελαγωμένος εἰς τὴν πάλην μὲ τὸν Χάρον τὸν θαλάσσιον, δὲν ἔπαυσε ν᾿ ἀντικρύζῃ τὸν ἔρημον ναΐσκον τῆς πέραν, εἰς τὸ δυτικὸν πλάγι τοῦ χαριτωμένου νησιοῦ. Ἐκεῖ λοιπὸν ἀγνάντευε, κ᾿ ἐκεῖ ἦτον προσκολλημένος ὁ πόθος του, μέχρι τῆς τελευταίας στιγμῆς του. Κ᾿ ἐκεῖ ἄσπριζεν ἀκόμη τὸ παλαιὸν ἔρημον μοναστηράκι, προκῦπτον μέσα ἀπὸ βαθεῖαν χλόην ἀνάμεσα εἰς τὰς πίτυς καὶ τὰς καστανέας, ὀλίγον ὑψηλότερα ἀπὸ τὴν ὡραίαν θαλασσίαν ἀγκάλην τοῦ Ἀσέληνου, ὅπου ἐβασίλευε γλυκὰ σιγὰ ὁ ἥλιος, ὡς νὰ ἔκρυπτεν ὀλίγον κατ᾿ ὀλίγον τὰ χρυσὰ καὶ στίλβοντα στολίδια του μέσα εἰς τὸν θησαυρόν του.
Κι ὅταν ἡ μικρὰ καμπάνα ἐκάλει τοὺς ἀγροίκους βοσκοὺς τοῦ βουνοῦ εἰς τὴν προσευχὴν - οἱ ὁποῖοι δὲν ἐπήγαιναν, ἀλλ᾿ ἴσως νὰ ἔκαναν μακρόθεν ἕνα σταυρόν, ἂν ἤξευραν ἀκόμη νὰ κάμουν τὸν σταυρόν τους - κ᾿ ἐδιάβαζεν ὁ πάτερ Ἐφραὶμ ὁ πνευματικὸς τὸν Ἑσπερινόν, μαζὶ μὲ τὸν Μιχαίαν τὸν ὑποτακτικόν του, κατέβαινε τὰ σκαλοπάτια ὁ γέρων ἕως τὴν βρύσιν, διὰ ν᾿ ἀπολαύσῃ καὶ ἅπαξ ἀκόμη τὴν γλυκεῖαν μελαγχολίαν τῆς μοναξιᾶς μέσα εἰς τὴν περιοχὴν ἐκείνην, τὴν ὁποίαν αὐτὸς εἶχεν ὀνομάσει «γωνίαν τοῦ Παραδείσου». Καὶ τῆς βρύσης τὸ μάρμαρον, τὸν κρουνὸν καὶ τὴν λεκάνην, τὰ εἶχε φάγει τὸ νερόν. Καὶ μόλις ἠμποροῦσε νὰ διαβάσῃ τις, μισοσβησμένους, τοὺς ἰαμβικοὺς στίχους, τοὺς ὁποίους εἶχε γράψει ποτε ἐπὶ τοῦ μετώπου τῆς πηγῆς, ὁ διάσημος ἀσκητής, ὁ ἀββᾶς Διονύσιος: «Χεῖρας, πρόσωπα καὶ πόδας νίπτων ἀβρῶς, ὁμοῦ δὲ καὶ διαυγὲς νῦν ὕδωρ πίνων, τῆς καλλιρείθρου τῆσδε τῆς κρήνης, ξένε, ψυχῆς, τότε μνήσθητι Διονυσίου».
Καὶ ψηλὰ εἰς τὸ πλάγι, σιμὰ εἰς τὴν κορυφὴν τοῦ βουνοῦ, ἵστατο ἀκόμη ὀρθὸς ὁ χιλιετὴς πεῦκος, ὁποὺ εἰς τοὺς κλάδους ἐπάνω, ἀνάμεσα στοὺς κλώνας του, εἶχεν εὑρεθῆ ἕνα καιρὸν αἰωρουμένη ἡ λαμπρὰ Εἰκὼν τῆς Παναγίας. Ὁ πεῦκος ὁμοιάζει μὲ ἄνθρωπον ὁποὺ δὲν ἐκάρη τὴν κόμην εἰς ὅλην τὴν ζωήν του. Ἀπὸ τριακοσίων χρόνων καὶ πλέον κανεὶς δὲν ἐξάμωσε νὰ κόψῃ φύλλον ἀπὸ τὸ γιγαντιαῖον δένδρον. Ὅλοι οἱ κωνίσκοι, οἱ καρποὶ τοῦ πεύκου, μυριάδες ἀναρίθμητοι, ἐξ ἀμνημονεύτων χρόνων ἐκρέμαντο ἀνάμεσα εἰς τοὺς κλώνας του. Εἶναι βέβαιον ὅτι ἐκεῖ ἐπάνω εὑρέθη μίαν πρωίαν, εἰς τὰ χίλια ἑξακόσια τόσα, ἡ Εἰκὼν τῆς Παναγίας. Ἦτο ζωγραφισμένη ὡς προτομὴ παιδίσκης, χωρὶς νὰ ἔχῃ τὸν Χριστὸν βρέφος εἰς τὰ ἀγκάλας της, καὶ διὰ τοῦτο ἐσχετίσθη μὲ τὰ Εἰσόδια, ὅταν προσεφέρθη «ὡς τριετίζουσα δάμαλις» εἰς τὸν ναὸν τοῦ Θεοῦ. Καὶ ὁ ναΐσκος τοῦ μικροῦ ἀσκητηρίου, ὅπως ἦτο τότε τὸ ὕστερον κτισθὲν μοναστήριον, ἐτιμᾶτο ἐπ᾿ ὀνόματι τῶν Εἰσοδίων. Ἡ εὑρεθεῖσα παραδόξως τότε εἰκών, ἐφάνη εἰς τοὺς Χριστιανοὺς τοὺς τότε ὡς νὰ ἦτο ἀθῴα κόρη εὐαίσθητος, ἥτις ἐνέδωκεν εἰς τὴν ἐπιθυμίαν νὰ κάμῃ κούνια, νὰ λικνισθῇ αἰωρουμένη ἐπὶ τῶν κλάδων τοῦ δένδρου· καὶ διὰ τοῦτο ἐπωνομάσθη Παναγία ἡ Κουνίστρα ἢ Κ᾿νιστριώτισσα.
Ἐκεῖνο τὸ παλαιὸν ἀσκητήριον, τὸ ὁποῖον ἀσπροβολᾶ ἀνάμεσα εἰς τὴν βαθεῖαν πρασινάδαν τῆς κοιλάδος, εἰς ὅλην τὴν παραθαλασσίαν φάραγγα τὴν πολυσχιδῆ ἀπὸ τὶς ράχες καὶ τὶς ρεματιές, ἀντίκρυζεν ὁ πνιγμένος νεκρός, ὅταν ἀρμένιζαν ἐπὶ ἡμέρας διὰ νὰ πλεύσῃ ἀπὸ τοὺς κρημνώδεις αἰγιαλοὺς τῶν ὑπωρειῶν τῆς Ὄσσης καὶ τοῦ Πηλίου εἰς τὴν βάσιν τοῦ θαλασσίου λόφου, ὅπου λευκάζουν τὰ Μνημούρια τῆς μικρᾶς πατρίδος του, ἐκεῖ ὅπου προσκυνεῖ τοὺς βράχους τὸ μόλις δαμασθὲν μετὰ γογγυσμῶν καὶ ὑλακτοῦν κῦμα. Καὶ τὸ μικρὸν πλοῖον του, βάρκα μεγάλη, σκαμπαβία φορτηγός, ἔπλεεν ἀπὸ Σαλονίκης εἰς Ζαγορᾶν καὶ ἔμπαλιν, φορτωμένον καὶ ξαναφορτωμένον. Ἦσαν οἱ δυὸ ἀδελφοί, ὁ Γιάννης κι ὁ Κωσταντῆς τοῦ Σταματάκη, καὶ μαζί των ἐπέβαιναν ὁ ἔμπορός των. Μῆλα καὶ πατάτες καὶ κάστανα ἐκόμιζον πρὸς τοὺς Ἑβραίους τῆς Σαλονίκης, διὰ νὰ τοὺς ξαναφορτώσουν οἱ Ἑβραῖοι ἐκεῖθεν ἄλλα εἴδη, λ.χ. ὄσπρια ἀνακατωμένα, ὀλίγα πρόσφατα τῆς χρονιᾶς, ὅσον διὰ δεῖγμα, καὶ πολλὰ περυσινὰ ἢ προπέρσινα σαπρακωμένα.
Ἡ βάρκα ἦτον ἰδιοκτησία τοῦ Γιάννη, τοῦ νεωτέρου ἀδελφοῦ, ὅστις καὶ ἐπλοιάρχει. Αὐτὴ ἦτον ἡ περιουσία του εἰς τὸν κόσμον. Ὅσον διὰ τὸν Κώσταν, οὗτος δὲν εἶχεν ἀποκτήσει ποτὲ τίποτε. Εἶχε λάβει γυναίκα ποτε, καὶ εἶχεν ἀποκτήσει ἓν παιδίον. Εἶτα τὸ παιδίον ἀπέθανεν εἰς τὸν μαζὸν τῆς μητρός του, ἡ δὲ γυνὴ ἐφονεύθη, νομίζω, πεσοῦσα, ἀπὸ τοῦ ἐξώστου, ἐν ἐκστάσει φρενῶν. Ἔκτοτε ἔμεινεν ἐλεύθερος, τόσῳ μᾶλλον, ὅσῳ ἦτο εἰς θέσιν νὰ ἐκτιμήσῃ τὴν ἐλευθερίαν του, καὶ νὰ μὴ τὴν ἀπεμπολήσῃ πλέον. Ἔκυπτε τὴν κεφαλήν, ἐκάπνιζεν, ἔπινε καφέ, καὶ δὲν ὠμίλει. Ποτὲ δὲν ἔβγαζε λόγον ἀπὸ τὸ στόμα του. Ἦτο πλέον ἢ πενήντα ἐτῶν, κ᾿ ἐσυντρόφευε τὸν νεώτερον ἀδελφόν του, κ᾿ ἐθαλασσοπνίγετο προθύμως μαζί του, ἐν ἄκρᾳ ὑπακοῇ. Ὁ Γιάννης ἦτο ὀλιγώτερον τῶν πενήντα ἐτῶν τὴν ἡλικίαν, εἶχε δὲ οἰκογένειαν, σχεδὸν μισὴν δουζίνα παιδιά.
Ἦσαν καὶ αὐτοὶ θύματα τῆς τοκογλυφίας τῶν 36 τοῖς ἑκατόν, καὶ «τὸ διάφορο κεφάλι», ὅπως καὶ τόσοι ἄλλοι. (Τὸ ὁμοιοτέλευτον δὲν τὸ ἔκαμα ἐκ προθέσεως). Ὁ τοκογλύφος, βίαιος ἐπαίτης, (καὶ ἐνίοτε ὁ ἐπαίτης, ὕπουλος τοκογλύφος· - ποῖον ἐκ τῶν δυὸ θηρίων εἶναι τὸ χαλεπώτερον!) μὲ τὰ «θαλασσοδάνεια», καὶ μὲ τὸ 36 τοῖς %, εἶχε καταστρέψει, πρὸ πολλοῦ τὸ ναυτικὸν τοῦ τόπου των, καὶ εἶχεν ἐξανδραποδίσει ὅλον τὸν λαόν. Κλῆρος καὶ μοῖρα καὶ προορισμὸς τῶν δυὸ ἀδελφῶν, ὅπως καὶ τόσων ἄλλων, ἦτο νὰ θαλασσώνουν, νὰ παραδέρνουν, νὰ βασανίζωνται χειμῶνα καιρὸν μὲ τὴν ψυχὴν στὰ δόντια, νὰ «θανατοῦνται ὅλην τὴν ἡμέραν, ὡς πρόβατα σφαγῆς». Τέλος... ἐσώθηκαν τὰ βάσανά του. Μίαν νύκτα, τὴν προτελευταῖαν τοῦ Νοεμβρίου, ἡμέραν τοῦ φεγγαριοῦ, ὁποὺ ἦτο φοβερὰ ταραχὴ καὶ τρικυμία... καὶ τὸ μὲν πρώτον κῦμα ἐσάλευσεν ἐκ βάθρων, δηλ. ἐκ τῆς τρόπιδος, τὴν βάρκαν, τὸ δεύτερον κῦμα τὴν ἐγέμισε νερά, διὰ νὰ πλέῃ ἴσα μὲ τὴν ἐπιφάνειαν τῆς θαλάσσης, τὸ δὲ τρίτον κῦμα, τὸ σφοδρότερον, τὴν ἐσπλαγχνίσθη, καὶ τῆς ἔδωκεν τὸν τελειωτικὸν κτύπον, τὴν κατεπόντισε.
Δὲν ἀπεῖχε μίλια ἀπὸ τὴν στεριὰν τὸ μέρος ὅπου κατεποντίσθησαν. Ὁ Γιάννης ἦτο δεινὸς κολυμβητής. Μὲ τὸ ὑποκάμισον καὶ μὲ τὴν «σκελέαν» ἔπλευσεν, ἔπλευσε, κ᾿ ἔφθασεν εἰς τοὺς βράχους τοῦ γιαλοῦ, εἰς μίαν ἀπότομον ἀκτὴν τῆς Ἀγυιᾶς. Ἐκτύπησεν, ἐμωλωπίσθη, ἐπρήσθη, καὶ μισοπνιγμένος, παγωμένος, ἐπάτησεν ἐπὶ τῆς ξηρᾶς. Ἦτο λυκαυγὲς ἤδη. Ἀφοῦ ἐβυθίσθη ἡ βάρκα, ὕστερον ἤρχισε νὰ γλυκοχαράζῃ ὁ οὐρανός, διὰ νὰ «μετανοήσῃ ὅποιος ἐπνίγη», ἢ ἴσως, διὰ νὰ φωτισθοῦν τὰ ναυάγια. Ὁ Γιάννης ἐκοίταξε παντοῦ, δεξιά, ἀριστερά, πρὸς τ᾿ ἄνω, πρὸς τὰ κάτω· δὲν εἶδε πουθενὰ καλύβην, οὔτε ἄνθρωπον. Μισοπαγωμένος, ζαλισμένος ὅπως ἦτον, ὡς ἀλλόκοτον ὄνειρον αἰσθανόμενος τὴν ζωήν, μὴ βλέπων ἀλλοῦ ποὺ δρόμον οὔτε μονοπάτι, ἤρχισε ν᾿ ἀναρριχᾶται τὴν κρημνώδη ἀκτήν. Ἐγλίστρα, ἐπιάνετο μανιωδῶς ἀπὸ τοὺς θάμνους, ἔπιπτεν, ἐσηκώνετο. Τέλος ἔφθασεν εἰς τὴν κορυφὴν τῆς ἀκτῆς. Οἱ ἄνθρωποι, ὅσοι εἶδαν ὕστερον τὰ ἴχνη του, διὰ νὰ πιστεύσουν ὀφθαλμοφανῶς εἰς τὴν ἀπεγνωσμένην ἀναρρίχησίν του, ἔκαμναν τὸν σταυρόν των. Εἷς δὲ νεαρὸς διδάσκαλος τοῦ γείτονος χωρίου, συγκινηθεῖς, ἔκλαιε μετὰ λυγμῶν. Ὁ ἴδιος ὁ σωθεὶς ναυτίλος ἔβλεπε τὰ ἴχνη τοῦ ἰδίου ἐαυτοῦ του καὶ δὲν ἐπίστευεν.
Εὗρε φιλανθρώπους βοσκοὺς καὶ ξενίαν πρόθυμον εἰς τὴν καλύβην των. Τὸν ἔθαλψαν, τὸν ἀνεζωογόνησαν, τοῦ ἔδωκαν μίαν κάπαν καὶ βλαχόκαλτσες καὶ τσαρούχια. Οἱ καλοὶ ἄνθρωποι ἔψαξαν εἰς ὅλους τοὺς γείτονας αἰγιαλούς, μήπως εὕρωσι πτῶμα ναυαγοῦ ἢ ναυάγιον, ἢ ἄνθρωπον ζῶντα ἀκόμη. Πουθενὰ τίποτε. Ὁ ἔμπορος τοῦ φορτίου, ὁ κὺρ Στάθης, ὁ πραματευτής, «οὔτε ἦτον, οὔτ᾿ ἐφάνη». Ὁ ἀδελφὸς τοῦ Γιάννη, ὁ Κώστας, ἦτο καλὸς ναύτης, σχεδὸν ὅσον καὶ ὁ ἀδελφός του, κ᾿ ἐκολύμβα ἐξ ἴσου καλά. Πῶς δὲν ἐφάνη; Κατὰ ποῦ ἔβαλε πλώρην τάχα; Ὅπως καὶ ἂν ἔχῃ, ἂν τυχὸν ἐπνίγη, κ᾿ ἐσώθη αὐτὸς (διελογίζετο ἀκουσίως, θρηνῶν μέσα του, ὁ Γιάννης ὁ διασωθεῖς) ἡ θάλασσα φαίνεται νὰ ἔκαμεν ἐπιεικῶς καλὴν κρίσιν τὴν φορὰν αὐτήν· διότι αὐτὸς εἶχε γυναῖκα καὶ πέντε ἢ ἓξ παιδιά, κ᾿ ἐκεῖνος δὲν εἶχε «κανένα στὸν κόσμο!»... Τὸν συλλογισμὸν δὲ τοῦτον ἔκαμαν μεγαλοφώνως πλέον ἢ χίλιοι ἄνθρωποι, ὕστερον, ὅσοι ἤκουσαν τὸ δρᾶμα, κ᾿ ἐγνώριζον τὰς περιστάσεις τῶν προσώπων.
Ὅταν, μετὰ ἐννέα ἢ δέκα ἡμέρας, ἐπέστρεψεν ὁ ναυαγὸς εἰς τὴν πατρίδα του, καὶ ἀπήλαυσεν, ὡς «ὑστερόποτμος», οἰονεὶ ἀπὸ τὸν ἄλλον κόσμον ἐρχόμενος, τὸ θάλπος τῆς πτωχικῆς του ἑστίας, τὴν ἰδίαν ἡμέραν, πρὸς ἑσπέραν, πρᾶγμα ὁπωσοῦν παράδοξον συνέβη.
Ὁδοιπόροι διαβᾶται, ἀπὸ τοὺς ἀγροὺς ἐπανερχόμενοι, περνῶντες τὴν μακρὰν ἄμμον, πέραν τοῦ δυτικοῦ ναυπηγείου, καὶ κάτω ἀπὸ τὸν περίβολον τοῦ Κοιμητηρίου τῆς πολίχνης, εἶδαν νεκρὸν πνιγμένον, πτῶμα φουσκωμένον, μισοσφιγμένον ἀπὸ τὴν ἅλμην, καὶ ὄχι πολὺ ὀδωδός. Ποῖος ἦτο; Ξένος τις, ἄγνωστος; Ὄχι. Ἦτο πατριώτης, γνωστός· ὅλοι οἱ ἰδόντες τὸν ἀνεγνώρισαν. Ἦτον ὁ Κωσταντής, υἱὸς τοῦ Σταματάκη, ἀπὸ τὸν Ἐπάνω Μαχαλᾶν.
Ἐπῆγαν καὶ εἶπαν τὴν εἴδησιν εἰς τοῦ ἀδελφούς του· εἰς τὸν Γιάννην, τὸν μόλις ἀνασωθέντα ναυαγόν, κ᾿ εἰς τὸν νεώτερον Γιώργην, τὸν ἐσχάτως παλιννοστήσαντα ἐκ τῆς Ἀμερικῆς. Οἱ ἄνθρωποι ἔτρεξαν, τὸν ἀνεγνώρισαν, τὸν ἔκλαυσαν. Ἐκειτο ἐπὶ τοῦ ρηχοῦ αἰγιαλοῦ, σιμὰ εἰς τοὺς χαμηλοὺς βράχους τῆς ἀκτῆς· οἱ πόδες του εἶχον ἀναπαυθῆ ἐπὶ τῆς ἄμμου, ἡ κεφαλὴ καὶ τὸ στῆθος του ἐλικνίζοντο ἀκόμη εἰς τὸ κῦμα. Ἔστειλαν εἴδησιν εἰς τὰς ἀρχάς, πρὶν τὸ θίξουν, παρήγγειλαν εἰς τοὺς οἰκείους των νὰ φέρωσι σινδόνια καὶ φορέματα διὰ νὰ συστείλωσι τὸν νεκρόν.
Τέλος ᾖλθαν ὁ Νωματάρχης τῆς ἀστυνομίας, κι ὁ Εἰρηνοδίκης τοῦ πάλαι ποτὲ εἰρηνοδικείου. Καὶ πλῆθος περιέργων, ἢ καὶ ἐνδιαφερομένων ἠκολούθησε τοὺς ἐν τέλει. Τότε ἤρχισεν ἕκαστος νὰ ἐκφέρει τὰς εἰκασίας του. Μήπως ὁ Γιάννης ὁ ἀδελφός του εἶχε φέρει τὸν νεκρὸν μαζί του, ὅταν ἔφθασε χθὲς πρωί, μὲ τὸ βαποράκι τὸν «Καφηρέα», καὶ τὸν εἶχε ρίψει λάθρα ἐκεῖ εἰς τὸν αἰγιαλόν; Πρώτη ἄτοπος ὑπόθεσις. Δευτέρα πιθανὴ ὑποψία· κάποιος ναυβάτης, ἁλιεὺς ἢ πορθμεύς, μὲ πέραμα ἢ μὲ βάρκαν, κάποιαν ψαροπούλα ἢ τράτα, θὰ εὖρεν ἴσως τὸν πνιγμένον πλέοντα εἰς τὸ πέλαγος, μίλια μακράν, τὸν ὤκτειρε, καὶ ἠθέλησε νὰ τὸν φέρῃ ἕως ἐδῶ, διὰ νὰ τύχῃ χριστιανικῆς ταφῆς ὁ ἀτυχὴς ποντοπόρος. Καὶ ἀφοῦ τὸν ἔφερεν ἕως ἐδῶ, τὸν ἄφησε σιμὰ εἰς τὸν γιαλόν, ἔκθετον. Ἰδοὺ καὶ νεκρὸς ἔκθετος, ὡς νὰ ἔλεγε τις, βρέφος νόθον διὰ τὸν ἄλλον κόσμον
Καὶ διατὶ νὰ λάβῃ τὸν κόπον νὰ τὸν φέρῃ ἕως ἐδῶ, κ᾿ ὕστερα νὰ τὸν ἀφήσῃ λαθραίως καὶ νὰ φύγῃ; Τί εἴδους λαθρεμπόριον ἦτον αὐτό; Προφανῶς, κατὰ τὴν συλλογιστικὴ μέθοδον τῶν οὕτω σκεπτομένων, διότι ἐφοβεῖτο μὴν εὕρη ὁ ἄνθρωπος τὸν μπελᾶ του μὲ τὰς ἀρχὰς καὶ ἐξουσίας ποὺ ἔχομεν εἰς τὸν τόπον αὐτόν· «Ἔλα δῶ, βρέ. Καὶ ποῦ τὸν ηὖρες αὐτόν; Καὶ πῶς τὸν ἔφερες ἐδῶ; Καὶ τί ξέρεις νὰ μᾶς πῇς; Καὶ ἀπὸ τί θάνατον πάει; Καὶ εἰς ποιὸν μέρος τὸν εἶδες, ἀκριβῶς; Δὲν ηὖρες ἄλλο τίποτε; Καὶ μὴν τὸν ἔψαξες; Τί ηὖρες ἐπάνω του; Δὲν εἶδες ἄλλον ἄνθρωπον ἐκεῖ κοντά; Μήπως τὸν ἐσκότωσε κανείς; Ἄλλο τίποτε ξέρεις;... Μὰ πῶς τὸν ἔφερες, ἐδῶ, ἐπὶ τέλους;» Ὀλαι αἱ ἀλλεπάλληλοι ἐρωτήσεις θὰ ἐφαίνοντο νὰ κρύπτουν περίπου τὴν ἐνδόμυχον σκέψιν· «Μὴν τὸν ἐσκότωσες, ἢ μὴν τὸν ἔπνιξες;... καὶ τώρα μας τὸν ἐκουβάλησες ἐδῶ διὰ νὰ βγῇς λάδι;... Κοίταξε καλά. Μὴ θαρρῇς πὼς θὰ μᾶς γελάσης. Ὅλοι Ρωμιοὶ εἴμαστε», κτλ.
Ἡ ἀπορία δὲν ἐλύθη. Ὅλοι οἱ πονηρευόμενοι δὲν ἐπείσθησαν. Τὸ γνησιώτερον μέρος τοῦ ἁπλοῦ λαοῦ ἐπίστευσεν εἰς τὸ θαῦμα. «Καλὸς ἄνθρωπος ἦτον. Μέγα πρᾶγμα δὲν ἐζήτησε. Καθὼς ἐπνίγετο, παρεκάλεσε μόνον τὴν Μητέρα τοῦ Θεοῦ νὰ τὸν ἀξιώσῃ νὰ ταφῇ εἰς τὸ χῶμα τῆς πατρίδος του, καὶ νὰ μὴν ἐπιτρέψῃ νὰ τὸν φᾶν τὰ ψάρια. Κ᾿ ἡ Παναγία, ἡ θαματουργιά, ὁποὺ ἀντίκρυζεν ὁ πνιγμένος τὸ παλαιὸν μοναστηράκι της, καὶ τὸν βαθυπράσινον λόφον μὲ τὰ πεῦκα τὰ γιγαντιαία ὅπου τὴν εὗρον ποτε ἐπὶ αἰώρας, νὰ λικνίζεται ὡς ἀθῴα παιδίσκη, τοῦ παρεχώρησε τὸ ταπεινὸν αἴτημά του».
Ὁ ἄνθρωπος ἀφῆκε τὴν τελευταίαν πνοὴν ὑπὸ τὸ κῦμα, ὅπου ἐβυθίσθη κατ᾿ ἀρχάς, εἶτα τὸ νεκρὸν σῶμα ἀνέδυ εἰς τὴν ἐπιφάνειαν, κ᾿ ἔβαλε πλώρην, καθὼς εἶπεν ὁ ἀδελφός του, φερόμενον ὑπὸ τῶν κυμάτων, κατὰ τὴν νοτιάν· καὶ ἀρμένισεν, ἀρμένισε πολλὰ μίλια ἐωσότου ἔφθασεν εἰς τὸ θαλάσσιον τρίστρατον, τὸν πλατὺν πορθμόν, τὸν μεταξὺ τοῦ Ἀρτεμισίου, τῆς Σηπιάδος, ἄκρας του Παγασαίου κόλπου, καὶ τῶν Σποράδων. Ἐκεῖ ἐταλαντεύθη πολύ, συρόμενον πότε ἀπὸ τὰ ρεύματα, πότε ὠθούμενον ἀπὸ τ᾿ ἀπόγεια τῆς ξηρᾶς καὶ ἀπὸ τῆς θαλασσίας αὔρας, τέλος ἔβαλε πλώρην κατὰ τὸν λεβάντην καὶ τὸν σορόκον. Διαπόντιος νεκρός, χωρὶς ποτὲ νὰ γίνῃ ὑποβρύχιος. Τὰ κύματα ὡς νὰ ὤκτειρον τόν ποτε ναύτην, μαλακὰ μαλακὰ τὸν προέπεμπτον εἰς τὸν πένθιμον δρόμον του. Τὰ ψάρια τοῦ ἀφροῦ ἐπήδων τριγύρω του, ἐδοκίμαζον νὰ τὸν πλησιάσουν, καὶ πάλιν, ὡς νὰ ἠλαύνοντο ἀπὸ ἀόρατον δύναμιν, ἔφευγον μακράν του. Τὰ δελφίνια τὸν παρέκαμπτον εὐλαβῶς, αἱ φώκαι ἐκρύπτοντο εἰς τὰ ὑποβρύχια ἄντρα των, τὰ σκυλόψαρα ὑπεχώρουν εἰς τὴν διάβασίν του. Ὁ θαλασσοπόρος νεκρός, ὡς νὰ εἶχεν ἀκόμη πυξίδα καὶ πηδάλιον εἰς αὐτὸ τὸ σκέλεθρόν του, δὲν ἔχασε ποτὲ τὴν κατεύθυνσίν του. Διέπλευσεν ἀκόμη ὀκτὼ ἢ δέκα μίλια, ὅλον τὸ νότιον πλάτος τῆς μικρᾶς νήσου του, καὶ εἶτα ἐστράφη πάλιν. Ἔβαλε πλώρην κατὰ τὸν βορρᾶν, καὶ ἤρχισε νὰ εἰσπλέῃ τὸν λιμένα τῆς πατρίδος του...
Εἶχε διανύσει περὶ τὰ σαράντα μίλια, εἰς τόσας πολλὰς ἡμέρας. Δὲν ἦτο ταχύς, ἀλλὰ βραδὺς εἰς τὸν πλοῦν του. Δὲν ἐβάδιζεν εἰς τὴν χαράν του, ἔβαινεν εἰς τὴν κηδείαν του. Καὶ δὲν ἠδυνήθη νὰ προσεγγίσῃ εἰς καμμίαν μεμακρυσμένην θαλασσίαν ἀγκάλην, δὲν ἐπῆγε νὰ σταματήσῃ εἰς κανένα ἀπόκεντρον ὅρμον, εἰς κανένα ἔρημον αἰγιαλὸν τῆς νήσου του. Δὲν ἐστάθη ν᾿ ἀναπαυθῇ εἰς καμμίαν ὕφαλον, εἰς καμμίαν σύρτιν ἢ ἄμμον. Ἐπῆγε κατ᾿ εὐθεῖαν πρὸς τὸν θαλάσσιον λόφον τοῦ Κοιμητηρίου εἰς τὰ δυτικὰ τῆς πολίχνης, καὶ προσωρμίσθη εἰς τὴν μικρὰν ἀκτήν, κ᾿ ἐκεῖ ἔμεινε. Ἡ ζωή του ἀθόρυβος, ταπεινὴ καὶ μετριόφρων. Εἰς τὸν θάνατόν του δὲν ἤθελε νὰ δώσῃ κόπον εἰς τοὺς ἀνθρώπους. Πρὸς τί νὰ τὸν κουβαλοῦν εἰς οἰκίαν, εἰς ἐκκλησίαν, καὶ νὰ τὸν πομπεύουν διὰ τῆς ἀγορᾶς; Ἀγοραίαν κηδείαν δὲν ἤθελεν. Ἤρκει νὰ εὑρεθοῦν δυὸ χριστιανοὶ νὰ τὸν ἀνεβάσουν ὀλίγα βήματα παραπάνω, ἤρκει νὰ σκάψουν δυὸ τρεῖς σπιθαμὰς εἰς τὸ χῶμα νὰ τὸν καλύψουν, καὶ θὰ εὕρισκον τὸ ἔλεος εἰς τὴν ψυχήν των. Ἂν ὁ παπα-Στάμος ἢ ὁ παπα-Γληόρης ἢ καὶ ὁ πάτερ Ἰωακεὶμ ἀκόμη, ὁ μοναχὸς ὁ περιπλανώμενος, ἤρχετο νὰ εἴπῃ τὸ Μετὰ πνευμάτων, καλῶς θὰ εἶχεν· ἄλλως ὁ Θεὸς τὰ ἤξευρε.
Ἐντούτοις, ἀφοῦ μετεφέρθη ὁ νεκρὸς ἐντὸς τοῦ περιβόλου τῶν Μνημάτων, αἱ ἀρχαὶ ἀπεφάνθησαν ὅτι, ἐπειδὴ ἦτο περὶ δύσιν ἡλίου, δὲν ἦτο καιρὸς νὰ γίνῃ νεκροψία, διὰ νὰ βεβαιωθῆ ἂν ἦτο πράγματι πνιγμένος ὁ νεκρός. Ὅθεν ἔπρεπε νὰ μείνη ὅλην τὴν νύκτα ἄταφος μέχρι τῆς πρωίας.
Τὴν νύκτα, εἰς τὸ καφενεδάκι τοῦ Ἀλέξη τοῦ Μπαρμπαδήμου μία παρέα εὔθυμος συνεζήτει περὶ τάφων καὶ νεκρῶν. Ὁ Ντάκης τοῦ Ἀγγούδη ἔβαλε στοίχημα μὲ τὸν Τάκην τοῦ Πατάκη, ἂν ὁ πρῶτος ἦτο ἱκανὸς νὰ ὑπάγῃ περὶ τὰ μεσάνυκτα εἰς τὸ Νεκροταφεῖον, νὰ εἰσέλθῃ ὁλομόναχος, καὶ νὰ μείνῃ, ἐπὶ μίαν ὥραν εἰς τὸ ὕπαιθρον, πλησίον τοῦ πνιγμένου, τοῦ ἀτάφου νεκροῦ. Διότι ὁ ἄτυχος εἶχε, βλέπετε, μετὰ θάνατον τὴν μοῖραν τοῦ Αἴαντος τοῦ Μαστιγοφόρου. Μετὰ τὸ δρᾶμα τοῦ θανάτου, νέον δρᾶμα ἐπλέκετο περὶ τῆς ταφῆς. Εὐτυχῶς ἡ παρέα ἦτο ἀπὸ ἐκείνας ὁποὺ μέχρι λόγων φθάνουσιν, ἀλλὰ καὶ δὲν νοοῦσιν ὀπόση ἀσέβεια ἐνυπάρχει εἰς τοὺς λόγους.
Τέλος ἀνέτειλεν ἡ πρωία, κ᾿ ἐπήγαν οἱ ἰατροί... «Μὴ τοῖς νεκροῖς ποιήσεις θαυμάσια; ἢ ἰατροὶ ἀναστήσουσι, καὶ ἐξομολογήσονταί σοι;» Μάτην διεμαρτύροντο οἱ οἰκεῖοι τοῦ νεκροῦ, ὅτι ἡ αἰτία τοῦ θανάτου ἦτο ἐδῶ φανερά, αὐταπόδεικτος καὶ μεμαρτυρημένη.
Μετὰ δυὸ ὥρας ἔλαβε τέλος τὸ ἀνωφελὲς βάσανον, καὶ ὁ νεκρὸς ἀπεδόθη εἰς τὴν γῆν. Ἐτάφη εἰς τὴν ἐσχάτην γωνίαν τοῦ περιβόλου, τὴν πλησιεστέραν πρὸς τὴν θάλασσαν.
Μὴ μ᾿ ἄκλαυτον, ἄθαπτον ἰῶν ὄπιθεν καταλείπειν...
σῆμα τε μοι χεύαι πολιῆς ἐπὶ θινὶ θαλάσσης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου