ἔρημες καρδιές, ψύχρες, παγωνιές,
πού, σὲ μουδιασμένη Κυριακή,
στέκει καὶ σᾶς κλαίει θλιμμένη μουσική!
στόματα ποὺ ἡ πίκρα τὰ σφαλᾷ,
ποὺ δὲν ξέρουνε ποτὲς φιλὶ θερμὸ
ἄλλο ἀπὸ τὸν ὕστατο ἀσπασμό,
ζητιανεύοντας ἀνάξια ψυχικά,
καὶ κομμένα μάτια κι ἰσκιερά-
ὢ σκουντήματα ὡς θανάτου θλιβερά!
ἄμοιρο, ἀψηλὸ Τριαντάφυλλο φτωχό,
ποὺ ἀντὶς νά ῾φεγγες τὴ ρόδινη χαρά,
μοιάζει ν᾿ ἅγιασες ἀπὸ τὴ συμφορά,
γέρνει ἡ ὄψη σου, γέρνει καὶ προσκυνᾷ
τὰ Ἐπιτάφια τὰ καθημερινά...
καμωμένες γιὰ τὶς μαῦρες παγωνιές,
καμωμένες γιὰ τὶς ἄταφες ψυχές,
καθημερινὲς ψυχὲς καὶ μοναχές,
γιὰ τὰ λείψανα καὶ γιὰ τὶς Κυριακὲς
τῆς ψυχῆς μου, ἐσεῖς πατρίδες μυστικές!
δίσκος μὲ σταυρὸ καὶ κόλλυβα χρυσὰ
καὶ στὴ μέση ἕν᾿ ἁγιοκέρι, ταπεινά,
στῆς Ἀγάπης τὰ μνημόσυνα ἀγρυπνᾷ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου