στὰ παραθύρια κάθεται, τοὺς κάμπους ἀγναντεύει
κι᾿ ἀναστενάζει ἀπ᾿ τὴν καρδιὰ καὶ μὲ τὸ νοῦ της λέει:
- Μάνα μὲ κακοπάντρεψες καὶ μ᾿ ἔδωκες σὲ κλέφτη,
ποὺ βρίσκεται στὸν πόλεμο ἀπ᾿ τὴν αὐγὴ ὡς τὸ βράδυ,
κι᾿ ἀπὸ τὸ βράδυ ὡς τὴν αὐγὴ φυλάει στὸ καραοῦλι,
καὶ δὲν τὸν εἶδα μιὰ φορὰ νὰ κοιμηθῇ σιμά μου.
Ἐγὼ τουφέκια σκιάζουμαι, τ᾿ ἄρματα ἐγὼ τὰ τρέμω.,
γιὰ νὰ τὰ ζώσω στὸ κορμὶ νὰ πάω ἀπὸ κοντά του,
κ᾿ ἐχτίκιασαν τὰ στήθια μου, ἐμάλλιασε ἡ καρδιά μου,
μαράθηκαν τὰ νειᾶτα μου κ᾿ ἡ ἐμορφιά μου ἐχάθη.
σὰν τί τὰ θέλω τὰ φλουριὰ καὶ τὰ βαρειὰ γιουρντάνια,
σὰν τί τὰ θέλω τὰ χρυσᾶ κι᾿ ἀσημωμένα ροῦχα,
σὰν δὲν κοιμοῦμαι μιὰ φορὰ στὸ πλάϊ τοῦ καλοῦ μου;
Νἄμουνα κάλλια πιστικά, κάλλια θερίστρα νἄμουν,
παρὰ ἡ καπετάνισσα τοῦ Γέρω-Δήμου ἡ νύφη.
Γιὰ ἰδὲς θερίστρες, πιστικιές, ὁλημερὶς γυρνᾶνε
στὰ ρέματα στῂς λαγκαδιές, στοὺς κάμπους καὶ στὰ πλάγια
μὲ τὸν καλό τους στὸ πλευρὸ καὶ μὲ μικρὰ στὰ χέρια·
κ᾿ ἐγὼ κλεισμένη μοναχὴ ψηλὰ στὰ κορφοβούνια,
τὰ λερωμένα του σκουτιὰ μπεζέρισα νὰ πλένω,
κι᾿ ὥρα τὴν ὥρα μὲ καρδιὰ καταλαχταρισμένη
τὸν καπετάνο καρτερῶ τόσες βραδειὲς κι᾿ αὐγοῦλες,
πότε νὰ τὸν ἰδῶ γερὸς ν᾿ ἀφήσῃ τὰ λημέρια,
νἀρθῇ στὸ σπίτι μιὰ φορά, νὰ κοιμηθοῦμε ἀντάμα!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου