Εμβαρκάρισαν και οι τρεις, από την παλαιάν ξυλίνην θαλασσοφαγωμένην αποβάθραν, κάτω από το κυματόπληκτον σπιτάκι της Μορφούλαινας, ο Καλούμπας, ο Νιόγαμβρος και ο Μπαμπούκος. Το παλαιόν θαλασσόπληκτον σπιτάκι είχε δοθή ένα καιρόν ως προιξ εις την Μορφούλαιναν, ακολούθως είχε μεταβή ως κληρονομία εις την θυγατέρα της και τέλος είχε δοθή εις την θυγατέρα της θυγατρός της.
Μίαν Κυριακήν, περί τα μέσα Νοεμβρίου, είχε τελεσθεί ο γάμος. Όλη η γειτονιά και άλλοι καλεσμένοι είχον διασκεδάσει ολονυχτίς με άσματα και χορούς και με βιολιά και λαγούτα. Και μίαν Δευτέραν, φθίνοντος Δεκεμβρίου, κάτω από το παλαιόν σπιτάκι, από την σκάλαν την θαλασσοφαγωμένην, από τα γρίφια και τας πέτρας τας τραχείας και παραμερισμένας, εμβήκαν εις την φελούκαν ο Καλούμπας, ο Νιόγαμβρος και ο Μπαμπούκος, διά να υπάγουν προς αλιείαν.
Ο Καλούμπας ήτον ο εξακουστός ψαράς με το ένα χέρι – το άλλο τού το είχε φάγει η δυναμίτις – οπού ηλίευε τους περιφήμους ορφούς, από 5 έως 12 οκάδων το βάρος, τους οποίους έδενεν ως βόδια από την πρύμνην της βάρκας, και τους έσυρεν εις το κύμα ζωντανούς, με το τεράστιον άγκιστρον εις το ρύγχος, ετοίμους προς σφαγήν άμα δύο ή τρεις αγορασταί προσήρχοντο. Ο Μπαμπούκος ήτον γηραιός θαλασσινός, ο οποίος επί σαράντα χρόνους είχε γυρίσει όλην την Μαύρην και την Άσπρην θάλασσαν, την Μεσόγειον και μέρος του Ωκεανού, ως λοστρόμος με τα καράβια. Είτα είχε ζητήσει να λάβει σύνταξιν, αλλά «τα χαρτιά του δεν ήσαν καλά», του είπαν. Τώρα επήγαινεν ως σύντροφος με μισό μερίδιον, με τας λέμβους τας αλιευτικάς και πορθμευτικάς. Ο Νιόγαμβρος είχε στεφανωθεί την προ πέντε εβδομάδων Κυριακήν, και ο γάμος δεν είχε σαραντίσει ακόμη.
Επί δύο ώρας ο Καλούμπας και ο Νιόγαμβρος επερίμεναν τον Μπαμπούκον πότε να έλθη, διά να λύσουν την μπαρούμαν και αποπλεύσουν. Επί δύο ώρας ο Μπαμπούκος έτρεχεν από βράχον εις βράχον, από μονοπάτι εις κρημνόν, κυνηγών τον υιόν του, τον Πάπον. Οι άλλοι δύο υιοί του γερο-Μπαμπούκου έλειπαν. Ο ένας εταξίδευε με τα καράβια· ο άλλος υπηρέτει εις τα βασιλικά. Εκ των θυγατέρων του άλλη είχεν αποθάνει, άλλη υπανδρεύθη εις τα ξένα, άλλη ευρίσκετο εις ξένον σπίτι. Βάκτρον του γήρατός του, διά να υποβαστάζει τα ρευματισμένα και ξεπαγιασμένα γόνατά του, ο γέρων θαλασσινός δεν είχε παρά τον υιόν του τον Παναγιώτην, παιδίον δώδεκα ετών, τον οποίον είχε παρονοματίσει με γενναίαν θωπείαν «Πάπον της» η μακαρίτισσα η Αργυρώ, η σύζυγος του Μπαμπούκου.
Αλλ’ ο Πάπος τού έφευγεν. Επηδούσεν από βράχον εις βράχον, από ακρογιαλιάν εις ακρογιαλιάν. Αγαπούσε πολύ να τρέχει, να χαζεύει και να μην υπακούει. Όταν δεν ευρίσκετο εις τους αιγιαλούς, κυνηγών καβούρια εις τα θαλάμια, ή μικρά χταποδάκια εν καιρώ γαλήνης εις τα ρηχά, έτρεχεν εις τα Κοτρώνια, άνωθεν της συνοικίας, επί του βραχώδους λόφου, όπου ήτο κτισμένον, σιμά εις τον ναΐσκον του Αγ. Νικολάου, υψηλά εν απόπτω, το σπιτάκι των. Εκυνηγούσε τας φωλεάς. Δεν άφηνε μικράν κουκουβάγιαν να μεγαλώσει, διά να μη λαλούν απαισίως την νύκτα εις τους βράχους. Αν έπεφτε μικρός γλάρος εις τα χέρια του, του έκοφτε τα φτερά, κι εζητούσε να μάθει απ’ αυτόν την τέχνην, πώς να καταπίνει χωρίς να μασά τα μικρά γλυκά, όσα κατώρθωνε να κλέπτει από τον Βασίλην τον Καραμελάν.
Η θαλασσία εκδρομή έμελλε να διαρκέσει 48 ώρας ή το πολύ τρεις ημέρας. Ο Μπαμπούκος δεν ήθελε ν’ αφήσει τον υιόν του να «ξεμπουρδαλιάζει», και εζήτει να τον πάρει μαζί. Αλλ’ ο Πάπος αγαπούσε, ναι, τις βάρκες, αγαπούσε και την θάλασσαν, αλλά δεν έστεργε την πειθαρχίαν. Η βάρκα εκείνη, επί της οποίας θα έπλεε με δύο άλλους ακόμη ο πατήρ του, θα ήτο ως πλωτή φυλακή δι’ αυτόν. Και άμα εμυρίσθη, ότι ο πατήρ του εσκέπτετο να το πάρει μαζί, εφρόντισε να γίνη άφαντος.
Ο γέρων τον εκυνήγησε. Μίαν ή δύο φοράς είδε τον «διακαμό του», τον φεύγοντα ίσκιον του, όπισθεν των βράχων. Ο Πάπος ήξευρε πολλά «κατσαμάκια», ήτοι ελικοειδείς κινήσεις, και τα ποδάρια του «τον άκουαν». Δεν έπασχεν από ρευματισμούς. Ο γερο-Μπαμπούκος πού να τον φθάση!
Τέλος, λαχανιασμένος, ξεγλωσσασμένος, επέστρεψεν ο Μπαμπούκος άπρακτος, πλησίον των δύο συντρόφων του, οι οποίοι ανυπομόνουν.
— Μα έλα δα! Έκραξε προς αυτόν ο Καλούμπας, άμα τον είδε να έρχεται χωρίς τον υιόν του· έλα, κι ας κουρεύεται!
— Καλύτερα, λείπει κι ο μπελάς του, παρετήρησεν ο Νιόγαμπρος.
Ο γέρων θαλασσινός έκυψεν, έλυσε την μπαρούμα, κι επήδησε στην βάρκα. Ομοίως και οι άλλοι δύο.
— Μου έβγαλε την ψυχή ανάποδα, το διαολόσκυλο, είπεν ο Μπαμπούκος, να τρέχω να τον κυνηγώ.
Ήτον πράγματι πολύ ωργισμένος. Άμα εμβήκεν εις την βάρκαν, εξέχασε να κάμει τον σταυρόν του, μόνον είπεν αυτομάτως, χωρίς να σκεφθεί:
— Καλό πνίξιμο, παιδιά!
Ο Καλούμπας εκάγχασεν· ο Νιόγαμπρος εσιώπησεν. Η Νιόνυφη, η σύζυγός του, ήτις τους εκοίταζεν από το παράθυρον, ήκουσε τον απαίσιον αστεϊσμόν, το λευκόν μέτωπόν της συνωφρυώθη, και στεναγμός εφούσκωσε το εύκολπον στήθος της.
— Αστοχιά στο λόγο σου, εψιθύρισε.
Της ήλθε τότε η παράξενος ιδέα να φωνάξει οπίσω τον σύζυγόν της, να τον κρατήσει, να μη τον αφήσει να υπάγη. Αλλ’ η τόλμη τής έλειπε και θάρρος αρκετόν δεν είχεν αποκτήσει. Ήξευρεν ότι εκείνος θα την έσκωπτεν ίσως και ποτέ δεν θα επείθετο.
Μόνον όταν απεμακρύνθη η βάρκα, της ήλθον εις την μνήμην άλλαι τινές περιστάσεις και οι φόβοι της κατέστησαν τυραννικοί. Ο γαμπρός αυτός, με τον οποίον προ πέντε εβδομάδων είχε στεφανωθεί, ήτο «ταβατζίδικος», ήτοι διαφιλονικούμενος, βλασφημημένος, είχεν άλλον αρραβώνα, τον οποίον διέλυσε προ μικρού, εις την γειτονεύουσαν νήσον, οπόθεν κατήγετο. Της έλεγαν ότι η πρώην πεθερά του ήξευρε μάγια, ότι θα τον εμάγευε και θα τους έκαμνε κακόν. Πού ήξευρε κι αυτή η κακομοίρα; Αυτόν της έδωκαν, αυτόν επήρε.
Αλλά και τα χρυσοκέντητα ρούχα, τα νυφιάτικα, τα οποία είχε φορέσει διά να στεφανωθεί, κι αυτά επίσης ήσαν βλασφημημένα.
Οι γονείς της τής τα είχαν αγοράσει έτοιμα από μίαν μητέρα, της οποίας η κόρη είχε καταβεί εις τον τάφον, πριν γίνει νύφη διά να τα φορέσει. Ώ, κακοσημαδιά.
Και η Νιόνυφη έκλαυσε.
Εν τοσούτω η θαλασσία ηχώ ήκουσε τον απαίσιον αστεϊσμόν του γέροντος ναύτου, και από κύμα εις κύμα τον μετεβίβασεν όχι εις την αντιπέραν ακρογιαλιάν, εκεί όπου απλώνονται φιλοπαίγμονα τα ήμερα γαλανά κύματα, αλλ’ εις το κέντρον του πόντου, όπου ο βυθός ο αμέτρητος, η άβυσσος η τρομακτική· αλλ’ εις την εσχατιάν του πελάγους παρά τας ακτάς τα απορρώγας και τιτανείους, όπου δεν υπάρχει αγάπη και έλεος, αλλά μανία και φρίκη.
Άλλος θεατής της απομακρυνομένης λέμβου, εκτός της Νιόνυφης, δεν ήτον, ειμή η Σειραϊνώ το Κουρτεσάκι. Ευθύς μετ’ ολίγον, ο Πάπος, φαγκρίζων και γελών, ως προσωπίς αποκριάτικη, κάτισχνος, μελαψός, και ηλιοψημένος, ήλθε πλησίον εκεί, άμα η λέμβος εμακρύνθη ως πενήντα οργυιές, κι εκοίταζε τους ναυβάτας, καθ’ ήν στιγμήν άφηναν τα κουπιά, και ητοιμάζοντο να κάμουν πανιά προς το πέλαγος.
— Καλό κατευόδιο, πατέρα μου, είπε.
— Γιατί, παλιόπαιδο, δεν πήγες μαζί; τον ηρώτησεν η Σειραϊνώ το Κουρτεσάκι.
— Για να ρωτάς εσύ, απήντησε θρασύς Πάπος.
— Και που θα ερμοκατιάσεις το βράδυ να ψοφολοήσεις; Ο πατέρας θα πήρε μαζί το κλειδί του σπιτιού σας.
— Έρχομαι στο σπίτι σου, θεια-Σειραϊνώ, που έχει τους τρεις τοίχους και τη μισή σκεπή, απήντησε πανούργως ο μάγκας.
— Αν θέλεις, έλα, είπεν η πτωχή γραία.
Η Σειραϊνώ εκουβαλούσε στάμνες στα σπίτια από τα πηγάδια και τας βρύσεις του χωριού. Ερρόφα ταμβάκον, ήτο συμπαθεστάτη προς τους πάσχοντας, κι επαρηγόρει τον γερο-Γατζίνον και τον γερο-Ζουμπωτλήν, διδάσκουσα αυτούς πώς να υποφέρωσι τα γηρατεία, οίτινες είχον κοινωνικήν υπόστασιν και είχον υιούς και θυγατέρας. Κι αυτή ήτον έρημη και μοναχή εις τον κόσμον.
Είχε χαρίσει το σπιτάκι της, νεόκτιστον, πενιχρόν, εις μίαν γειτονοπούλαν, προς την οποίαν εσυμπάθησε, χωρίς να γνωρίζει διατί. Με την δωρεάν ταύτην ως προίκα υπανδρεύθη η πτωχή γειτονοπούλα. Η Σειραϊνώ είχε ξεχειμωνιάσει δύο χρονιές εις το μισοχαλασμένον σπίτι τής Σκυριανίνας, της μακαρίτισσας. Το σπίτι είχε πράγματι δύο λιθίνους τοίχους, ένα ξυλότοιχον και μισήν στέγην, ανοικτόν, χωρίς χώρισμα. Ο τέταρτος τοίχος είχε καταρρεύσει προ πολλού.
Καθ’ όλας τας πιθανότητας, έμελλε κι εφέτος να ξεχειμωνιάσει εις το ίδιον οίκημα. Εάν η κόρη, την οποίαν είχε προικίσει, δεν εύρισκε τύχην τόσον γρήγορα να υπανδρευθεί, θα είχεν η Σειραϊνώ καταφύγιον μένουσα υπό την αυτήν στέγην μ’ εκείνην. Αλλ’ ηθέλησε να κάμη το καλόν σωστόν και την απήλλαξε της παρουσίας της.
Εις το σπίτι με τους τρεις τοίχους επήγε πράγματι να κοιμηθεί την νύκτα ο Πάπος. Το κενόν το οποίον άφηνεν ο τέταρτος τοίχος εφράττετο εν μέρει με έν παλαιόν καραβόπανον, το οποίον της είχε χαρίσει άλλος πάλι γείτων.
٭٭٭٭٭
Το φεγγάρι είχε «πιασθεί χειμωνιάτικο», και όλοι έλεγαν, «δίπλα φεγγάρι, ολόρθος καραβοκύρης». Την πρώτην ημέραν ήτο ευδία, και την δευτέραν ως το δειλινόν. Προς το βράδυ ο καιρός εχάλασεν. Απειλητικά σύννεφα είχον σωρευθεί προς βορράν και προς ανατολάς, την νύκτα ο καιρός εχειροτέρευσε πολύ, και προς το πρωί αγρίεψε. Βροχή, άνεμος, τρικυμία.
Καιρός δι’ οψάρευμα δεν ήτο πλέον. Η βάρκα δεν εφάνη να γυρίσει. Οι ναυτικοί έλεγον, ότι ο άνεμος δεν θα επέτρεπε να πλησιάσουν οι τρεις αλιείς εις την απέναντι στερεάν, αλλ’ ή θα ευρίσκοντο τρυπωμένοι είς τινα μικράν αγκάλην της ακτής της νήσου, ή έπρεπε να ερριψοκινδύνευσαν να επαναπλεύσουν εις τον λιμένα. Πιθανόν να ήσαν εις το πέλαγος. Βεβαίως η βάρκα θα έπλεε ξυλάρμενη· εντός ολίγου έπρεπε να έλθουν. «Όπου είναι, θα φανούν».
Την δευτέραν νύκτα ο Πάπος «εκάτιασε» πάλιν ή «εκούρνιασε», καθώς αι όρνιθες και τα περιστέρια, εις το σπίτι με τους τρεις τοίχους και την μισήν στέγην. Καθώς είχεν αρχίσει να βρέχει χιονόνερον, και να βοΐζει ο άνεμος σείων το καραβόπανον, το οποίον εφαίνετο πασχίζον να φράξει το φοβερόν χάσμα του τοίχου και της οροφής, όπως τα ράκη καλύπτουσι την γύμνωσιν της πτωχείας, κι εγίνετο βοή, κι εκρότουν από το ψύχος τα ολίγα δόντια που έμενον εις το στόμα της Σειραϊνώς, ο Πάπος έτριζε τα δόντια τα ιδικά του, παρόμοια με μουτσούνας Αράπη, την αποκριά, κι έτριβε τας χείρας και εφώναζε:
— Κοίτα, θεια-Σειραϊνώ, θεια-Σειραϊνώ… Δεν σου φαίνεται σαν ν’ αρμενίζουμε στο πέλαγο τώρα, μαζί με τον πατέρα μου, με τη βάρκα του Καλούμπα; Όλο το ίδιο δεν είναι; Ακούς, θεια-Σειραϊνώ, πώς πέφτει η βροχή, πώς βοΐζει ο αέρας, βρρρρ! … κρρρρ!.... μπρρρ!... θεια-Σειραϊνώ.
Την τρίτην νύκτα, ήτοι μετά νυχθήμερον και εξάωρον από της δείλης της Δευτέρας, ο Πάπος δεν εφάνη πλέον εκεί. Η θεια-Σειραϊνώ τον επερίμενεν αργά, έως τα μεσάνυκτα, κι ηρώτα όλας τας γυναίκας της γειτονιάς εάν τον είδαν. Αλλά μάτην. Ο Πάπος δεν ήλθε.
٭٭٭٭٭
Επί της ερήμου ακτής, επί της προβλήτος άκρας, εξ ής σχηματίζεται ο λιμήν εν μίλιον αντικρύ της πολίχνης, ενύκτωνεν ήδη και κάτι ζωντανόν εσάλευεν εκεί, πλησίον εις μίαν σπηλιάν, κάτω από ένα υψηλόν απόκρημνον βράχον. Είχεν έλθει εκεί περί την δύσιν του ηλίου. Με την αμφιλύκην της νυκτός, υπό τον συννεφιασμένον ουρανόν της τρικυμίας, δεν εφαίνετο πλέον αν ήτο αγρίμιον ή παιδίον το ζωντανόν, το οποίον εκινείτο εκεί εις το σκότος.
Ο Πάπος είχεν αρχίσει να εντρέπεται, διότι δεν είχεν υπάγει μαζί με τον πατέρα του. Όλοι οι θαλασσινοί έλεγον, τους ήκουεν αυτός να λέγουν, ότι διά να γίνει τις καλός ναυτικός, πρέπει να περάση από φουρτούναν, από πολλές μάλιστα φουρτούνες. Κ’ έπειτα να «κατιάζει» τις, απαράλλακτα όπως οι κόττες, στο σπιτάκι της θεια-Σειραϊνώς με τους τρεις τοίχους και την μισήν στέγην και με το καραβόπανον, δοκιμάζει όλα τα δυσάρεστα της τρικυμίας — χωρίς να μπορεί ποτέ να γίνη καλός ναυτικός.
Ως είδεν ο Πάπος ότι παρήλθον σαρανταοκτώ ώραι, και η βάρκα δεν εφάνη πουθενά, και οι θαλασσινοί έλεγαν, ότι δεν ηδύνατο να είναι εις την αντιπέραν ακτήν, αλλά κάπου περί την νήσον θα ευρίσκεται, και πιθανόν να φανεί οσονούπω — το κακοκέφαλον παιδίον ανησύχησεν, όσον μπορούσε ν’ ανησυχήσει, κι έφερεν όλον τον γύρον του λιμένος, κι έφθασεν αντικρύ προς το μέρος όπου είχεν εκπλεύσει η βάρκα. Εκεί έμενε, κι εκοίταζε το πέλαγος, το χορεύον από αγρίαν τρικυμίαν, κι αγνάντευε, ζητούν να ξανοίξει πουθενά την βάρκαν. Κι έκλαιεν η ψυχή του μέσα βαθιά, κι εδάκνετο η καρδιά του, διότι είχε κάμει παρακοήν και δεν επήγε μαζί με τον πατέρα του.
Η χιονώδης βροχή είχε διακοπή, και πάλιν επανελήφθη, και πάλιν έπαυσε. Και ο άνεμος, βορειανατολικός, Γραίος, εφύσα δυνατά, με όλην την δύναμιν οπού μπορούσεν ο Γραίος να έχει, και την οποίαν ο Πάπος ησθάνετο ότι δεν μπορούσεν αυτός να έχει ποτέ, μόλις δε το τρίτον ή το τέταρτον της δυνάμεως αυτής επίστευεν ότι μπορούσε να έχει.
— Κάμε, Θε μου, έλεγεν ο Πάπος, να ’ρθ ει ο πατέρας μου, και να μη με καταριέται που δεν επήγα μαζί του. Άι μ’ Νικόλα μ’, που σ’ έχω γείτονα, ούτε σου έφερα ποτέ κερί και λιβάνι…. Άχ! καμμιά φορά έκλεψα κανένα σπίρτο ή κανέν’ απόκερο από μέσ’ απ’ το εκκλησιδάκι σου, μπροστά στο κόνισμά σου, οπού συ έκανες πως δε με γλέπεις… για να κυνηγώ τις νυχτερίδες και τα κουκουβαϊόπουλα τη νύχτα… μη με ξεσυνερίζεσαι, και φέρε γλήγορα τον πατέρα μου πίσω… και να μη βαρυγνωμά που δεν πήγα μαζί του… κι εγώ να σου φέρω άλλα τόσα κι άλλα τόσα κι άλλα τόσα, όσα σπίρτα και κεριά σου έκλεψα.
٭٭٭٭٭
Με την αμφιλύκην της εσπέρας είχεν ιδεί ο Πάπος, πέραν εκεί, ανοικτά, εις το πέλαγος, ένα πράγμα ωσάν φελλόν, ωσάν κέλυφος καρυδίου, να παραδέρνει και να κατέρχεται εις τον αφρόν των κυμάτων. Λευκόν ιστίον όχι, αλλά μαύρον πράγμα ως μίαν κηλίδα. Ύστερον επυκνώθη η αμφιλύκη και έγινε νυξ. Και αφού παρήλθεν ώρα αρκετή, πόση δεν ήξευρεν, αλλά «μια ώρα, μια ωρίτσα», του εφάνη ν’ ακούσει βρόντον, είτα συγκεχυμένας κραυγάς, είτα πάλιν συριγμούς οξείς και φοβερόν ροίβδον, είτα τον ρόχθον του κύματος, όστις τα συνεκάλυπτεν όλα και τον οξύν γογγυσμόν του ανέμου, όστις τα έπνιγε όλα.
Ο Πάπος ήλπισεν, επίστευσεν, ότι εκείνο το μελανόν σημείον ήτο, χωρίς άλλο, η βάρκα, η φέρουσα τον πατέρα του. Και ήκουσε τον ρόχθον εκείνον και την κραυγήν, τα οποία ηπείλει να συγχέει ο άνεμος, και δυνατόν να μην ήσαν άλλο τι ειμή ιδιότροποι ήχοι της τρικυμίας˙ και όμως ο μικρός θαλασσινός μάγκας ήτο βέβαιος, ότι οι θόρυβοι εκείνοι ήσαν χωριστοί, ότι ο κρότος ήτο προσαράξαντος σώματος και η κραυγή, κραυγή αγωνίας.
Εις την κραυγήν ταύτην απήντησεν ο Πάπος διά σπαρακτικού ολολυγμού. Ήρχισε να κλαίει μετά λυγμών. Ο πατήρ του βεβαίως επνίγετο. Και αυτός δεν ηδύνατο να τον βοηθήσει. Ω, να είχε τόσην δύναμιν, τόσην, όσην ο άνεμος και η θάλασσα!
Αστραπή διέσχισε το σκότος. Ως εκατόν οργυιάς ανοικτά εις το πέλαγος, είδεν ο Πάπος εν ακαρεί μαύρα τινα σώματα προεξέχοντα άνω <του> κύματος.
— Τ’ Αραπάκια! επρόφερεν εν μέσω των λυγμών του ο νέος. Απάνω στ’ Αραπάκια έπεσαν. Ω, κι εγώ που δεν επήγα μαζί τους.
Η πρώτη ιδέα του ήτο ότι, αν είχε πάγει μαζί, θα τους εγλύτωνε. Η δευτέρα ορμή του ήτο να γδυθεί να πέσει εις την θάλασσαν, ή χωρίς να γδυθεί να κολυμβήσει να τρέξει εις βοήθειαν του πατρός του. Αλλά πώς! Πού να πάγει; Πώς να φθάσει εκεί; Μήπως ήτο πλησίον; Ησθάνθη, ότι θα εγίνετο ασφαλώς λεία του κύματος ή σύντριμμα των βράχων.
Η τρίτη σκέψις του υπήρξε να φωνάξει προς την πολίχνην, εις τους κατοίκους, εις τους φίλους και τους γείτονας, να τρέξουν με βάρκες να σώσουν τους πνιγομένους. Αλλ’ έπρεπε να τρέξει χίλια βήματα τον ανήφορον διά να φθάσει εις την κορυφήν της ακτής, οπόθεν αντίκρυζεν η πολίχνη. Και αι φωναί του, όσον οξείαι, όσον διαπεραστικαί και αν ήσαν, δεν θα ηκούοντο πέραν· θα επνίγοντο και θα εβωβαίνοντο εν μέσω του φοβερού βόμβου της τρικυμίας.
٭٭٭٭٭
Τ’ Αραπάκια ήσαν ύφαλοι, ή μάλλον σκόπελοι, ολίγον ανέχοντες άνω του κύματος μαύρας οξείας κορυφάς. Ο Πάπος ενθυμήθη ακουσίως την στιγμήν εκείνην εν αυστριακόν θωρηκτόν, το οποίον, κατά τον αποκλεισμόν του 1886, εφάνη ότι εκινδύνευσε να πέσει επάνω στ’ Αραπάκια, αλλά δεν έπεσε. Τότε αυτός ήτο επτά ετών, και το ενθυμείτο καλά.
— Ήταν μαζωμένοι (έλεγεν ακουσίως μέσα του) πέρα στο Μεγάλο Λιμάνι, ο μπαρμπα-Λουκάς ο Κοτίμπας, ο Διολέττας, και τόσοι άλλοι θαλασσινοί, κι εκοίταζαν τ’ Αυστριακό, κοτζάμ βουνό, που γύριζε κατά τα νησιά, και λιγάκι ήθελε ακόμη να πέσει στα ρηχά, κοντά στ’ Αραπάκια, κι επαρακαλούσαν κι έλεγαν: «Παναϊά μ’, να πέσ’ απάν’ στ’ Αραπάκια, Παναϊά μ’, να πέσ’ απάν’». Και με μια βόλτα, έστριψε πάλι, κι έφτασε κατά τα Μυρμήγκια, κι ο μπαρμπα-Λουκάς είπε: «Γλύτωσε απ’ τ’ Αραπάκια, απ’ τα Μυρμηγκάκια να μη γλυτώσ’». Μα κι από κει γλύτωσε.
Και τ’ Αραπάκια, τα οποία εφείσθησαν των Αυστριακών, συνέτριβον σήμερον την βάρκαν του πατρός του, και τον έπνιγον, αυτόν και δύο άλλους δικούς μας! Ω, κάμετε έλεος, καλά Αραπάκια, γλυτώστε τους και μην τους αφήνετε να πνιγούν! Έλεος, Αραπάκια, έλεος!
˙˙˙˙˙˙˙˙˙˙˙˙˙˙˙˙˙˙˙˙˙˙˙˙˙˙˙˙˙˙˙˙˙˙˙˙˙˙˙˙˙˙˙˙˙˙˙˙˙˙˙˙˙˙˙˙˙˙˙˙˙˙˙
Λίαν πρωί, τα εξημερώματα της Πέμπτης, δύο μεγάλαι και δυναταί λέμβοι επήγαν κ’ έψαξαν τριγύρω εις τ’ Αραπάκια, μεταξύ της Ασπρονήσου και της Άρκτου, και κατά μήκος της Πούντας ακτής, και πλησίον εις τα «Μυρμήγκια», τους άλλους σκοπέλους, προς τον λιμένα. Αλλά δεν εύρον σώμα, ούτε ανθρώπου ούτε λέμβου.
Δύο ή τρεις ημέρας ύστερον, όταν έγινε γαλήνη, μία βρατσέρα ξένη εύρε κωπίον επιπλέον εις το κύμα, προς το μέρος το αντίθετον του πελάγους. Και άλλος πάλιν αλιεύς εύρεν αλιευτικά σύνεργα, τα οποία είχον εξοκείλει εις την άμμον.
Και αν ήτο πραγματική η όψις την οποίαν είχεν ιδεί ο Πάπος, σώματα προσκεκολλημένα επάνω εις τας υφάλους Αραπάκια, και αν πράγματι είχεν ακούσει αγωνίας κραυγάς και αν η φαντασία τον είχεν απατήσει, οι άνθρωποι εθεωρούντο χαμένοι πλέον. Μετά τόσας ημέρας δεν ανεφάνησαν. Είτε εις τ’ Αραπάκια είτε αλλού ενομίζοντο πνιγμένοι.
Την ογδόην ημέραν από της εκδρομής των, τα πτώματα των δύο πνιγμένων ηλιεύθησαν πλησίον ερήμου ακτής. Το τρίτον δεν ευρέθη.
Ω, τις θα διηγηθεί τα συναξάρια των θαλασσομαρτύρων τούτων, των βιοπαλαιστών, των αξίων παντός οίκτου και συμπαθείας; Κατά παν έτος η θάλασσα μάς ζητεί το θύμα της. Φρίκη και πένθος διαχύνεται ανά την μικράν μας νήσον.
Όταν μετά την συμφοράν επανείδε τον Πάπον, όστις εφαίνετο τόσον σύννους και σοβαρός ώστε εφάνη ότι διά της συμφοράς είχε γίνει διά μιας ανήρ, η πτωχή Σειραϊνώ το Κουρτεσάκι, κλαίουσα όσα δάκρυα της είχαν μείνει από τα ιδικά της παθήματα, η πρώτη λέξις την οποίαν εύρε να του είπει ήτον:
— Καλά που δεν επήγες μαζί, παιδάκι μου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου