Γύρισε
χαρτιά ήταν εκεί πάνω στο τραπέζιτα χέρια της τρέμανε
άκρια άκρια στα δάχτυλα
ήθελε να κάτσει και να τους γράψει
γιατί δεν μπόρεσε να τους μιλήσει πάλι γιατί
να ’παιζα πιάνο σκέφτηκε
αυτό το τρεμούλιασμα στις άκριες
γιατί ποτέ δεν έτυχε να δει κανένα
μες στο δρόμο
στις αυλές
μες στα καρνάγια που μεγάλωσε όχι ποτέ
μονάχα οβίδες νάρκες και γυαλάκια
ωστόσο έτρεμε εκεί στις άκριες στα δάχτυλα
γιατί δε μίλησε την ώρα εκείνη
είπε δηλαδή κάτι
ήτανε όμως για να δικαιολογηθεί
κι έπρεπε να βρίσει να φωνάζει
να φτύσει και να ξαναφτύσει
να ξεκολλήσει από πάνω της
τα χέρια τους και τα χαμόγελά τους τα πονετικά
τα μάτια τους
γιατί αυτή απόφευγε να τους κοιτάξει.
γιατί τα μάτια αυτηνής
είχανε μέσα τους το φόνο
και είχε δίκιο
το ’ξερε πως είχε δίκιο
να κάτσει τώρα ήσυχα να γράψει
να γράψει και να τους τα πει
τώρα
πεινούσε όμως πολύ
και το δωμάτιο ήτανε κρύο
τα δάχτυλα στις άκριες κρεμάσαν σταλαχτίτες
έμεινε εκεί σαν σπηλιά
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου