Πλυμένα από καιρό οστά
Μέσα στη θάλασσα σαν ξύλα
Επιπλέουν κι ο σκύλος τα φέρνει
[Ναι], ο σκύλος τα δαγκώνει γερά
Ώστε η αγωνία του αφεντικού του
Κάποτε τελειώνει στην άμπωτη
Πως θάλασσες σαν κι αυτή
Γεμάτη αναμνήσεις σωμάτων
Ξανάρχεται στην ακτή
Να με καταβρέξει να με σύρει
Να με σκοτώσει αν το κρίνει αναγκαίο
Όταν σ’ εκείνο το σπίτι
Οι πόρτες θα ανοίξουν κι από μέσα
Θα φουσκώσουν οι κουρτίνες
Κι από μέσα θα ακουστούν
Οι γλυκές φωνές των πουλιών
που έχασα ανοίγοντας το κλουβί τους
Που κρεμούσε η μητέρα
Στην πρώτη μας αυλή
Σαν εικονοστάσι χωρίς στύλο
Σαν εικόνα από το χέρι του Ολλανδού
Που τ’ αστέρια του ήταν αστεία
Που τα σταροχώραφά του νεκρά
Που τα κοράκια του πεινασμένα
Ω, οστά του σώματος του ασώματου
Ω, ευτυχία υπερτιμημένη
Πιο καλή μια συνουσία μυστική
Με τον Θεό τον αποκηρυγμένο
Να τελειώσει η ζωή μου
Διακόσια χρόνια πριν
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου